To σύνδρομο Μινχάουζεν είναι μια σπάνια ψυχολογική πάθηση κατά την οποία ο ασθενής προσποιείται ότι έχει συμπτώματα ασθένειας ή προκαλεί στον εαυτό του τέτοια, προκειμένου να λάβει φροντίδα και αγάπη από τους άλλους. Η διαφορά μεταξύ ενός πάσχοντα από σύνδρομο Μινχάουζεν και ενός νάρκισσου που θα υιοθετούσε την ίδια συμπεριφορά έγκειται στο κίνητρο. Ο πρώτος αναζητά την αγάπη, τη σύσφιξη της σχέσης του με όσους τον ενδιαφέρουν, την ικανοποίηση μιας βαθύτερης συναισθηματικής ανάγκης από την προσέλκυση της προσοχής και την τόνωση της προσωπικής του αξίας, που επιδιώκει ο δεύτερος.

 

Δεν ξέρουμε αν ο Κρίστοφερ Μπόργκλι είναι μισάνθρωπος, μα το σενάριό του είναι σίγουρα μισανθρωπικό, δεν βρίσκει ίχνος καλοσύνης ή έστω καλής προαίρεσης στους ανθρώπους του. Συνεπώς, δεν αμφιβάλλεις στιγμή ότι η ηρωίδα της ταινίας, που παίρνει παράνομα χάπια για να προκαλέσει στον εαυτό της σοβαρή δερματική πάθηση, δεν πάσχει από σύνδρομο Μινχάουζεν, αλλά ανήκει σε αυτή την όχι και τόσο εκλεκτή κάστα των νάρκισσων. Ακόμα κι αν αμφέβαλλες δηλαδή, σου το λένε οι χαρακτήρες εντός του πρώτου δεκαλέπτου. Κι ακόμα κι αν δεν σου το έλεγαν εκείνοι, επισημαίνεται σε κάθε σκηνή του έργου. Ναι, με την πολύτιμη συνδρομή των social media έχει διογκωθεί ο ναρκισσισμός μας, και, ναι, η (ψυχαναγκαστική) κοινοποίηση της ασθένειας και της αδυναμίας, έστω και ψεύτικης, θα μας φέρει αρκετά likes και μηνύματα συμπαράστασης. Και ναι, η εκ μέρους μας εκδήλωση συμπόνιας, η σπαραξικάρδια, δημόσια δήλωση στήριξης που απευθύνεται λιγότερο στον άμεσα ενδιαφερόμενο και περισσότερο στους υπόλοιπους συμβαίνει εκεί όπου θα μπορέσουν να τις θαυμάσουν όσο περισσότεροι γίνεται και στόχο έχει τον έπαινο για την οξυμένη ενσυναίσθηση μέσω της ύψιστης τιμής του reaction button. 

 

Αυτό θίγει η ταινία του Σκανδιναβού δημιουργού, αλλά θα μας επιτρέψετε να εναντιωθούμε σε ένα δημοφιλές ρεύμα κριτικής των τελευταίων ετών που θέλει το θέμα της ταινίας και την ταυτότητα εκείνου που την έφτιαξε να έχουν μεγαλύτερη σημασία από το πώς διαχειρίζεται αυτό το θέμα και τι έχει τελικά να καταθέσει γύρω από αυτό.

 

Ο Μπόργκλι έχει ουσιαστικά ένα μόνο εύρημα στο ρεπερτόριό του: παίρνει τον ναρκισσιστικό ανταγωνισμό για προσοχή που εκδηλώνεται μέσω της θυματοποίησης και μέσω της συμπαράστασης και τον περνά μέσα από το φίλτρο της υπερβολής. Σκόπιμα δεν αναφερόμαστε σε σατιρική υπερβολή, αφενός γιατί ο τόνος της ταινίας αλλάζει με την εισροή στοιχείων τρόμου, που (μάλλον) χάρισαν στον Μπόργκλι μια μεταγραφή στην Α24, αφετέρου η σάτιρα προϋποθέτει το στοιχείο του χιούμορ και υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ χιούμορ και χολής. Ένα αστείο μπορεί να είναι χολερικό, μια εκδήλωση χολερικότητας, όμως, σπάνια μπορεί να είναι αστεία και μαντέψτε τι από τα δύο διαθέτει σε περίσσευμα η ταινία.

 

Δυστυχώς, όλες οι σκηνές στο φιλμ λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα, με την ιδέα να υποτάσσει το δράμα (ή τη σάτιρα, ας δεχτούμε τις προθέσεις του δημιουργού, ανεξαρτήτως αποτελέσματος) και κάθε σκηνή να είναι γραμμένη και γυρισμένη σαν να αποτελεί τη σημαντικότερη του έργου. Σε αυτό το σημείο είμαστε αναγκασμένοι να επικαλεστούμε για ακόμα μία φορά το σπουδαίο «The bad and the beautiful» του Βινσέντε Μινέλι. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, ο παρεμβατικός παραγωγός Κερκ Ντάγκλας μαλώνει τον σκηνοθέτη του, θεωρώντας ότι με τις επιλογές του δεν αναδεικνύει το μεγαλείο της σκηνής που γυρίζει, για να λάβει πληρωμένη απάντηση: «Θα μπορούσα να γυρίσω κάθε σκηνή στην ταινία σαν κορύφωση», του λέει, «και αυτό που θα πετύχαινα θα ήταν να κάνω μια κακή ταινία. Γιατί μια ταινία πρέπει να έχει ανάσες, πρέπει να χτίζει με υπομονή τις μεγάλες της στιγμές, αλλιώς είναι σαν κολιέ δίχως αλυσίδα για να κρατά τις χάντρες ενωμένες μεταξύ τους, που έτσι, μοιραία, θα πέσουν στο πάτωμα».



Το Sick of myself είναι ακριβώς μια τέτοια ταινία και δεν γνωρίζουμε αν ο ναρκισσισμός της κατασκευής και των σκηνοθετικών παρεμβάσεων είναι μέρος του… installation, αν εκεί εντοπίζεται μια (μετα)κινηματογραφική παραδοχή του σκηνοθέτη πως ούτε αυτός είναι καλύτερος από εμάς, τουλάχιστον όπως μας αντιλαμβάνονται το σενάριο και ο φακός του. Ο λόγος που βρήκαμε την ταινία του τρομερά αντιπαθητική και ενοχλητική, πάντως, δεν είναι επειδή είδαμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και τον σιχαθήκαμε, όπως προεξοφλεί προβοκατόρικα (και) ο τίτλος της, μα επειδή υποτιμά διαρκώς τη νοημοσύνη μας, έτσι όπως εξηγεί σε κάθε σκηνή ποιο είναι το θέμα που πραγματεύεται αλλά και όπως αρθρώνει το ίδιο επιχείρημα σε λούπα, δίχως η επανάληψη να εξυπηρετεί κάτι νοηματικά ή έστω δραματουργικά ‒ αν υποθέσουμε ότι ενδιαφέρει τον Μπόργκλι η δραματουργία, δηλαδή.

 

Και όχι, δεν θα του κάνουμε τη χάρη να κλείσουμε την κριτική μας αποτίμηση με το έτοιμο λογοπαίγνιο του τίτλου. Από τη γενικότερη διάθεση της ταινίας, γίνεται εμφανές ότι τέτοιες εξυπνακίστικες αντιδράσεις είναι όχι απλώς καλοδεχούμενες μα ίσως και απαραίτητες στα μάτια των ανθρώπων πίσω από αυτή, αλλά εμείς εμπεδώσαμε, στο μεταξύ, το δίδαγμα το οποίο μας κοπανούσε επί 97 λεπτά και από εδώ και στο εξής θα καταβάλλουμε μεγάλες προσπάθειες για να μη θρέφουμε τον ναρκισσισμό κανενός – ούτε τον δικό τους αλλά ούτε και τον δικό μας.