Η μουσική του υπόκρουση στο Sicario αναδίδεται από τα έγκατα της άνυδρης γης και συνοδεύει το αποφασιστικό, σιωπηλό ταξίδι του αταλάντευτου εκτελεστή Μπενίσιο ντελ Τόρο σαν ιαχή εκδίκησης. Στο Prisoners και την Άφιξη, πάντα σε σκηνοθεσία του Ντενί Βιλνέβ, δημιούργησε τις ηχητικές προϋποθέσεις της δράσης, αφήνοντας ανοιχτά ενδεχόμενα, αντί για ετοιμοφόρετες συνταγές για soundtrack περιπέτειας και επιστημονικής φαντασίας αντίστοιχα. Στη Θεωρία των Πάντων προσέδωσε ενέργεια σε μια απλώς ενδιαφέρουσα βιογραφία, ενώ στο Mandy του Πάνου Κοσμάτου υπήρξε αναπόσπαστο καλλιτεχνικό στοιχείο σε μια ψυχική καταβύθιση στην τρέλα.

 

Πόσο κρίμα που δεν ακούσαμε τη φημολογούμενη θαρραλέα και ασυνήθιστη μουσική επένδυση που έγραψε και υπέβαλε για το Blade Runner 2049 και αντ’ αυτής αρκεστήκαμε στον σεβαστό φόρο τιμής του Χανς Ζίμερ στον δρόμο που άνοιξε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου στο πρωτότυπο του Ρίντλεϊ Σκοτ! Η απώλεια του Ισλανδού συνθέτη Γιόχαν Γιοχάνσον στα σαράντα οκτώ του χρόνια, το 2018, είναι πολύ μεγάλη, όσο ανυπολόγιστη είναι η συνεισφορά του στο μοντέρνο soundscape του σινεμά. Αυτό που δεν γνωρίζαμε ήταν η φιλοδοξία του να σκηνοθετήσει. Ωστόσο πρόλαβε να μας αφήσει παρακαταθήκη το Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι, που ξεκίνησε ως multimedia project με συναυλίες και ολοκληρώθηκε με το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του που προβλήθηκε μετά τον θάνατό του στην Berlinale του 2020.

 

Μεταφέροντας τη νουβέλα του Βρετανού Όλαφ Στέιπλεντον, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1930, σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Χοσέ Ενρίκε Μασιάν και τον σπεσιαλίστα σε ηλεκτροακουστικούς σχεδιασμούς, μπασίστα και συνθέτη Γιάιρ Ελάζαρ Γκλότμαν, ο Γιόχανσον αποδίδει μυθοπλαστικά και ελεγειακά τη διαδρομή του ανθρώπινου γένους είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα. Στο πνεύμα του αξεπέραστου, εφιαλτικού La Jetée του Κρις Μαρκέρ, αλλά με αργά κινούμενες εικόνες αμβλείας αντίθεσης, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο φιλμ 16mm από τον Νορβηγό οπερατέρ Στούρλα Γκρέβλεν, αυτό το μοναδικό οπτικό δοκίμιο εξιστορεί με λεπτομέρειες την ευγενή, μεγαλομανή και αποτυχημένη μας απόπειρα να κατακτήσουμε και να εξαπλωθούμε, να ευημερήσουμε και τελικά να διασωθούμε.

 

Την επιστολή προς κάθε αποδέκτη διαβάζει η Τίλντα Σουίντον, ξεκινώντας με την ευδιάκριτη, αυστηρή ορθοφωνία της, με σταθερότητα και αξιοπρέπεια, σχεδόν ρομποτικά, και σαν παλμογράφος που ξεδιπλώνει με υπομονή τις διακυμάνσεις από τη χαρά μέχρι την απογοήτευση καταλήγει στο αμφίσημο, συναισθηματικά φορτισμένο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος έφτασε στο σημείο να αγαπήσει θριαμβευτικά το πεπρωμένο του. Στην έτερη εναλλακτική επιστημονική φαντασία του πρόσφατου παρελθόντος, το Memoria του Απιτσατπόνγκ Βερασεθάκουλ, η Σουίντον πάσχιζε να ξεπεράσει τον ανελέητο ήχο στο κεφάλι της και παρατηρούσε, απορημένη και έκθαμβη, την αόρατη εισβολή που ξεπερνούσε τον νου της σαν τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους στις Στενές επαφές τρίτου τύπου, αλλά από άλλον πλανήτη.

 

Στο Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι πιλοτάρει με τη φωνή της τη μνήμη ενός πολιτισμού που αφανίστηκε μέσα από ένα σενάριο εμπνευσμένα ντυμένο με τα πολεμικά μνημεία που έσπειρε στις εξοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας ο στρατάρχης Τίτο, αν και ο Γιόχανσον δεν επιχειρεί κάποια πολιτική σύνδεση μεταξύ αυτών και του φιλοσοφικού στοχασμού του. Τα μπρουταλιστικού ρυθμού απομεινάρια, απόκοσμα και εγκαταλελειμμένα, σαν διαστημόπλοια μιας αποστολής που ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή, απηχούν τους μονόλιθους της Οδύσσειας του Διαστήματος, εκείνους τους σηματοδότες της διάνοιας που παρενέβαινε σε κρίσιμες φάσεις της μετάβασης, μέχρι την επεισοδιακή επιστροφή του αστρικού παιδιού και την αναγέννηση. Αρχικά επιβλητικά στα γενικά τους πλάνα, και ανατριχιαστικά καθώς παίρνουν τρομακτικές μορφές στις λεπτομέρειες των κοντινών, φαντάζουν μετέωρα με φόντο τον χλωμό ήλιο και θέα τον ουρανό ως συνεχή υπενθύμιση πως είμαστε ένα άστρο που έζησε και πέθανε, αφήνοντας το μοναδικό έγχρωμο ίχνος της ταινίας, μια πράσινη κουκκίδα σε ένα παλιό καντράν, περήφανο καπρίτσιο και, δυστυχώς, απειροελάχιστη υποσημείωση του σύμπαντος.

 

Ακόμη και αν ο τόνος είναι μελαγχολικός, με τα τεχνολογικά αγάλματα ενός πάλαι ποτέ προηγμένου πολιτισμού να χορεύουν ανεπαίσθητα στο ηλεκτρονικό σύνθημα της μουσικής του Γιοχάνσον, που άλλοτε σιγοβράζει σε χαμηλές συχνότητες κι άλλοτε κυματίζει με ορχηστρικά κρεσέντι, διαφαίνεται η αισιοδοξία: παρά την ήττα του, το ανθρώπινο είδος καταφέρνει να μιλήσει για τη μικρή του περιπέτεια. Ο Τελευταίος φτάνει στο σημείο να αγγίξει τον χρονικό κύκλο στο έρημο, προ-αποκαλυπτικό τοπίο που βρήκε μπροστά του ο Πρώτος. Σπανιότατα ένα φιλμ αφαίρεσης προκαλεί συγκίνηση. Απαλλαγμένο από τα πρόσωπα και την ίντριγκα, αναπτύσσεται υποβλητικά, με υψηλή αισθητική και λεπτομέρειες που δεν εκβιάζουν κορυφώσεις και προκαθορισμένες ακολουθίες. Είναι ένα οπτικό ποίημα και ως τέτοιο ο θεατής καλείται να παραδοθεί στον ρυθμό και τη λογική του.

 

Με ένα εβδομηντάλεπτο ταπεινών υλικών, χωρίς το δεκανίκι της τεχνητής νοημοσύνης και ίχνος εφέ, σοβαρό sci-fi που αψηφά τον κανόνα του είδους και ένα δεκαετές, συνεκτικό opus στο ανανεωτικό συμφωνικό ηχοτοπίο ως βιβλιοστάτες ενός σύγχρονου, σκεπτόμενου, αλλά προσβάσιμου κινηματογράφου, ο Γιόχαν Γιοχάνσον άφησε με την προσωπική του υπογραφή, προτρέποντάς μας να ακούσουμε πιο προσεκτικά τις εικόνες.