Το αφιέρωμα «5 δεκαετίες, 50 ταινίες» έρχεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Από τις 13 Φεβρουαρίου μέχρι τις 6 Μαρτίου
H Ταινιοθήκη αναβιώνει το θεσμό της «μικρής λέσχης» και ανοίγει τους θησαυρούς της συλλογής της, προβάλλοντας κόπιες 16mm και 35mm του αρχείου της, δωρεάν για τα μέλη. Τα μέλη της «μικρής λέσχης» έχουν τη δυνατότητα να γίνουν κοινωνοί της ιστορίας του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά και της εντατικής προσπάθειας της Ταινιοθήκης για τη διαφύλαξη και διάδοση της κινηματογραφικής μας κληρονομιάς.
Το νέο αφιέρωμα της «μικρής λέσχης» έχει τίτλο «5 δεκαετίες, 50 ταινίες». Αφετηρία είναι η δεκαετία του 1930 και ταινία έναρξης το αριστούργημα Ο κανόνας του παιχνιδιού (La règle du jeu), που εγκαινιάζει το αφιέρωμα το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου, ημέρα που εορτάζεται ως η Παγκόσμια Ημέρα κινηματογράφου. Συνολικά θα προβληθούν 9 κόπιες 16mm και 35mm από το αρχείο της Ταινιοθήκης και η Αστέρω στην ψηφιακή της αποκατάσταση σε DCP. Τις ταινίες θα προλογίσουν κριτικοί και θεωρητικοί του κινηματογράφου και σκηνοθέτες.
O κινηματογράφος της δεκαετίας του '30
Μετά τους πειραματισμούς με το μοντάζ και την ανάπτυξη των πρωτοποριακών κινηματογράφων σε όλο τον κόσμο στην εκρηκτική δεκαετία του 1920, στην οποία η «μικρή λέσχη» θα επανέλθει από το φθινόπωρο του 2016 παρουσιάζοντας μια σειρά από βωβά διαμάντια της συλλογής της με ζωντανή μουσική συνοδεία, η δεκαετία του 1930 και η ανάπτυξη του ομιλούντος σηματοδοτούν την επιστροφή σε πιο αφηγηματικές δομές μέσα από έναν κινηματογράφο που δίνει έμφαση στην υποκριτική, στον διάλογο, στη μουσική, αλλά και την προσωπική γραφή του κάθε δημιουργού. Στη δεκαετία αυτή εδραιώνεται επίσης το σύστημα των στούντιο στο Χόλυγουντ και αποκρυσταλλώνονται τα κινηματογραφικά είδη, ενώ ταυτόχρονα οι ευρωπαϊκές χώρες απαντούν με επιτυχία στις τεχνολογικές προκλήσεις της Αμερικής. Στην Ευρώπη συνεχίζεται η άνθιση κινημάτων όπως ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, μέχρι την επικράτηση του ναζισμού, ο γαλλικός ποιητικός ρεαλισμός και η βρετανική σχολή του ντοκιμαντέρ.
Ταινία έναρξης
Ο Κανόνας του παιχνιδιού (La règle du jeu) (1939), σκηνοθετημένος από έναν από τους σημαντικότερους γάλλους δημιουργούς, τον Ζαν Ρενουάρ, αποτελεί ταινία ορόσημο της δεκαετίας του 1930. Η σαρκαστική απεικόνιση της αποδυνάμωσης της ιστορικά ξεπερασμένης και ξεπεσμένης αριστοκρατίας στις παραμονές του β' παγκοσμίου πολέμου, διαδραματίζεται στην εξοχική έπαυλη ενός αριστοκρατικού ζεύγους, όπου ένας διάσημος αεροπόρος ερωτεύεται τη σύζυγο του οικοδεσπότη, που προσπαθεί με τη σειρά του να χωρίσει την ερωμένη του. Καθώς οι μηχανορραφίες του υπηρετικού προσωπικού συναγωνίζονται τις ερωτικές διαπλοκές των αριστοκρατών καλεσμένων, το κομφούζιο κορυφώνεται με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Η πρωτοποριακή χρήση του μονοπλάνου και οι περίπλοκες κινήσεις της κάμερας (τεχνικές που θα διαδοθούν ιδιαίτερα στη δεκαετία το 1940) του αριστοτέχνη Ρενουάρ, στην καλύτερη ίσως ταινία του, υπογραμμίζουν τις σχέσεις, τα κίνητρα και την διαρκή αλληλεπίδραση των χαρακτήρων.
Οι ταινίες του αφιερώματος
Εκτός από τον Renoir, το γαλλικό κίνημα του ποιητικού ρεαλισμού εκπροσωπείται από τον ιδιοφυή Ζαν Βιγκό (Jean Vigo) και την μοναδική του ταινία μυθοπλασίας, την Αταλάντη (L'Atalante), την οποία μόλις που πρόλαβε να ολοκληρώσει το 1934, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του στα 29 του χρόνια. Η ταινία συνδυάζει το σουρεαλιστικό χιούμορ με μια τρυφερή και λυρική ματιά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων που ζουν στα ποταμόπλοια και τις λαϊκές γειτονιές του Παρισιού κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης. Η γυναίκα ενός ναυτικού που πλήττει πάνω στην μαούνα, αποφασίζει να εξερευνήσει το άγνωστο για εκείνην Παρίσι. Η ταινία λογοκρίθηκε από τους διανομείς, προβλήθηκε με αλλαγές και κομμένες σκηνές, ενώ επανεκτιμήθηκε και έγινε παγκοσμίως γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Το αφιέρωμα συνεχίζεται με μια ταινία του δανού δημιουργού Καρλ Τέοντορ Ντράγερ (Carl Theodor Dreyer) που έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου για το αυστηρό και υπερβατικό του ύφος αλλά και για τους αισθητικούς του πειραματισμούς με επιδράσεις από το σοβιετικό μοντάζ, τον σουρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό. Ο ήδη καταξιωμένος δημιουργός, χάρη στα βωβά αριστουργήματά του μεταξύ των οποίων και Το πάθος της Ζαν ντ' Αρκ (1928), θα γυρίσει το «στοιχειωμένο» ταινία Βαμπίρ (Vampyr), την πρώτη του ηχητική ταινία, η οποία θα γυριστεί το 1932 σε τρεις διαφορετικές γλώσσες, συνήθης πρακτική στα πρώτα χρόνια του ομιλούντος, και η οποία συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τις επιδράσεις από τα σύγχρονα πρωτοποριακά κινήματα και την δανέζικη κινηματογραφική παράδοση της ταινίας τρόμου. Στο πλαίσιο της «μικρής λέσχης» προβάλλεται η γερμανική βερσιόν.
Στους αντίποδες αυτής της ενασχόλησης με το φανταστικό που πηγάζει από την αισθητική του εξπρεσιονισμού, οι βρετανοί σκηνοθέτες στρέφουν το βλέμμα τους στην καθημερινότητα και στην κοινωνική πραγματικότητα, τόσο στη Βρετανία όσο και στις αποικίες της. Το 1933 ο Τζον Γκρίρσον θα συγκεντρώσει ταλαντούχους νέους σκηνοθέτες στην μονάδα του Γενικού Ταχυδρομείου του Κράτους GPO (General Post Office). Στο αφιέρωμα θα προβληθούν δύο από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες που γυρίστηκαν από αυτήν την ομάδα: το Τραγούδι της Κευλάνης (Song of Ceylon) σε σκηνοθεσία Μπάζιλ Ράιτ (Basil Wright) γυρίστηκε το 1934 για λογαριασμό της εταιρίας προώθησης του τσαγιού της Κεϋλάνης, τον σημαντικότερο βιομηχανικό τομέα της βρετανικής αποικίας. Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ ασχολείται λιγότερο με το εμπόριο του τσαγιού και περισσότερο με τις λαογραφικές παραδόσεις της Κεϋλάνης (σημερινής Σρι Λάνκα). Οι εντυπωσιακές εικόνες και η επιβλητική μουσική, λειτουργώντας αντιστικτικά, υπαινίσσονται την παραβίαση του πολιτισμού αυτού από το σύγχρονο εμπόριο. Η δεύτερη ταινία αυτής της σχολής, το Νυχτερινό ταχυδρομείο (Night Mail), γυρισμένο το 1936 είναι κοινή δημιουργία μιας ομάδας σκηνοθετών της GPO Film Unit. Το καθημερινό νυχτερινό ταξίδι της αμαξοστοιχίας Λονδίνο-Γλασκώβη μετατρέπεται με την πειραματική χρήση του ήχου, το νευρώδες μοντάζ και τον ρυθμό σ' ένα ντοκιμαντέρ με δραματική ένταση και ποιητική σύλληψη υπό το τέμπο της απαγγελίας των στίχων του γνωστού Βρετανού ποιητή Όντεν, αποτυπώνοντας μοναδικά το βρετανικό τοπίο.
Από το αφιέρωμα δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι μεγάλες ντίβες της οθόνης, όπως οι Γκρέτα Γκάρμπο και Μάρλεν Ντήτριχ, οι οποίες θα επαναπροσδιορίσουν, η κάθε μία με τον τρόπο της, τα πρότυπα της γυναικείας γοητείας για τις επόμενες δεκαετίες. Η Βασίλισσα Χριστίνα (Queen Christina) παρουσιάζει τη ζωή της Βασίλισσας της Σουηδίας και θεωρείται μια από τις καλύτερες του Ρούμπεν Μαμούλιαν (Rouben Mamoulian). Ο αρμενικής καταγωγής θεατρικός σκηνοθέτης, μαθητής του Στανισλάβσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας γίνεται περιζήτητος στο Χόλιγουντ στην πρώτη περίοδο του ομιλούντος κινηματογράφου λόγω της θεατρικής του εμπειρίας στην καθοδήγηση των ηθοποιών. Η ταινία αποτελεί σπουδή πάνω στη σχέση γυναικείας ταυτότητας και εξουσίας με υπαινιγμούς πάνω την αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητα της πραγματικής ιστορικής προσωπικότητας, η οποία αναδεικνύεται παραδειγματικά από την ανδρόγυνη και αινιγματική φιγούρα της ντίβας Γκάρμπο και την αξεπέραστη ερμηνεία της.
Το αφιέρωμα συνεχίζεται με τον Γαλάζιο άγγελο (Der blaue Engel), την πρώτη από τις έξι ταινίες που η Ντήτριχ γύρισε σε συνεργασία με τον Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ (Joseph von Sternberg) και που την έκανε παγκοσμίως γνωστή. Στον Γαλάζιο άγγελο ένας αυστηρός και αξιοσέβαστος μεσήλικας καθηγητής οδηγείται στον εξευτελισμό, όταν ερωτεύεται την νεαρή τραγουδίστρια που δεν άλλη από την «βαμπ» Ντήτριχ. Πρόκειται για μια γκροτέσκα και τραγική ιστορία που εκφράζει την παρακμή της γερμανικής κοινωνίας της δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέσα από την διαστρεβλωτική οπτική της εξπρεσιονιστικής αισθητικής, με την υπογραφή του στυλίστα Στέρνμπεργκ, στην πρώτη του ομιλούσα ταινία, ο οποίος γεμίζει ασφυκτικά το κάδρο με σκιές, καπνό, δίχτυα, πέπλα, φτερά, γούνες, καθρέφτες, και μια ελαφριά δόση διαστροφής και ερωτισμού. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το συντηρητικό Χόλυγουντ ανανεώνεται από τους εμιγκρέδες ευρωπαίους σκηνοθέτες που μεταναστεύουν λόγω της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία, και δίνουν ένα πιο εκλεπτυσμένο, πνευματώδες άλλα και σκοτεινό ύφος στα χολιγουντιανά είδη, όπως ο εβραϊκής καταγωγής Έρνστ Λιούμπιτς (Ernst Lubitsh), ο οποίος έχοντας δουλέψει για χρόνια στα στούντιο της UFA θα αφήσει τη Γερμανία τη δεκαετία του '20 για τα στούντιο του Χόλιγουντ, όπως και πολλοί άλλοι κεντροευρωπαίοι σκηνοθέτες της γενιάς του. Η εύθυμη χήρα (The Merry Widow) του 1934 είναι μια πολυδάπανη παραγωγή της MGM, διασκευή της ομώνυμης οπερέτας με μια ερωτική ιστορία στη Βιέννη στα τέλη του 19ου αιώνα που στροβιλίζεται γοητευτικά στους ρυθμούς του φίνου βιεννέζικου βαλς, από έναν σκηνοθέτη που θα αφήσει εποχή με τις αστικές κωμωδίες ηθών και για το ξεχωριστό κομψό του ύφος, το λεγόμενο «Lubitsch touch» το οποίο συνδυάζει την διασκεδαστική ελαφρότητα, την βαθειά ψυχολογική παρατήρηση, αλλά και τη διάθεση ανατροπής της κυρίαρχης ερωτικής ηθικής. Άλλος ένας γερμανικής καταγωγής σκηνοθέτης που έμεινε στην ιστορία της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ είναι ο Ουίλιαμ Ουάιλερ (William Wyller), όχι μόνο ως ένας θρυλικός τελειομανής αλλά και ως ένας από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά σκηνοθέτες, υπογράφοντας μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες, όπως τα Ανεμοδαρμένα ύψη (Wuthering Heights), διασκευή του 1939 του πασίγνωστου μυθιστορήματος της Emily Bronte, με τον Λόρενς Ολίβιε στο ρόλο του Χήθκλιφ και τον Γκρεγκ Τόλαντ στη διεύθυνση φωτογραφίας.
Από το Χόλιγουντ δανείζεται την υπόθεσή της και η ελληνική Αστέρω του Δημήτρη Γαζιάδη που κλείνει το αφιέρωμα της μικρής λέσχης στη δεκαετία του '30 προσαρμόζοντας ξένα μελοδραματικά μοτίβα στη φουστανέλα, καθώς το σενάριο αποτελεί διασκευή του μυθιστορήματος της Αμερικανίδας Έ. Χ. Τζάκσον Ραμόνα, μιας ρομαντικής ιστορίας μεταξύ Ινδιάνων, η οποία είχε ήδη μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη από τον Ν. Γκρίφιθ. Καθώς η ελληνική διανόηση δεν έχει ακόμα στραφεί στο αστικό προλεταριάτο και την ποιμενική υποκουλτούρα για να αντλήσει έμπνευση, οι ταινίες της εποχής εκείνης προσαρμόζουν μελοδραματικά μοτίβα από το ρεπερτόριο τόσο της ελληνικής θεατρικής σκηνής όσο και της ξένης κινηματογραφικής παραγωγής. Την ταινία η οποία συγκεντρώνει μια πλειάδα θεατρικών αστέρων σκηνοθέτησε ο Δ. Γαζιάδης, ο οποίος εργάστηκε ως οπερατέρ και βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στους Λιούμπιτς, Παμπστ, Λανγκ και Κόρντα. Η αποκατάσταση της Αστέρως βασίστηκε στην κόπια με γαλλικούς μεσότιτλους που ανακαλύφθηκε στη Γαλλική Ταινιοθήκη το 2003, χάρη στο κοινοτικό πρόγραμμα Lumière και αποτελεί συνεργασία των δύο Ταινιοθηκών.
Την Αστέρω επενδύουν μουσικά οι S.W.I.M. και συνοδεύει στα φωνητικά η Νατάσα Γιανναράκη.
Λίγα λόγια για τις S.W.I.M.
Η Μαρία Χατζάκου (παραγωγός στη Haos Film, τύμπανα) και η Μαριλένα Ορφανού (Berlin Brides, synths) γνωρίστηκαν στην Αθήνα πριν από εφτά χρόνια και πάντα ήθελαν να γράψουν μουσική. Μετά από 6 χρόνια διαφορετικής πορείας στο χώρο του κινηματογράφου και της μουσικής ξανασυναντήθηκαν και αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία μπάντα. Με αφορμή τη δημιουργία ενός soundtrack κάλεσαν την Τζίνα Δημακοπούλου (Katrin The Thrill) να παίξει μαζί τους κιθάρες. Στη διαδικασία αυτή έγραψαν πολλά κομμάτια και αποφάσισαν να φτιάξουν τις S.W.I.M. Έχουν αδυναμία στα αναλογικά και toy-synths, τις χαοτικές κιθάρες, τα ψεύτικα βιολιά, τα γυναικεία φωνητικά και τα περίεργα ρυθμικά σχήματα. Η πρώτη τους εμφάνιση έγινε στα πλαίσια του 16ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όπου έπαιξαν ζωντανά τη δική τους πρωτότυπη μουσική για τη βωβή ελληνική ταινία Αστέρω του Δ. Γαζιάδη (1929). Το πρώτο τους single "Αναζήτηση (Never Find it)" γράφτηκε ειδικά για τους τίτλους τέλους της νέας της ταινίας της Αθηνάς Τσαγγάρη, Chevalier. Κυκλοφορεί από την Feelgood Records. Σύντομα θα κυκλοφορήσουν το επόμενο single τους σε συνεργασία με τη Σtella.
To πρώτο τους album θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2016.
Πηγές: Ιστορία του κινημ/φου, Kristin Thompson, David Bordwell, εκδ. Πατάκη, 2003
Πληροφορίες για τις κάρτες μέλους της «μικρής λέσχης»
Η είσοδος στις προβολές είναι δωρεάν για τα μέλη της «μικρής λέσχης», ενώ η εγγραφή του μέλους γίνεται οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμεί και ισχύει για 12 συνεχόμενους μήνες. Το ετήσιο αντίτιμο της ασημένιας κάρτας μέλους της «μικρής λέσχης» είναι 50 ευρώ και 25 ευρώ της λευκής κάρτας για φοιτητές, ανέργους και ΑμεΑ και παρέχει στο μέλος τη δυνατότητα να παρακολουθεί δωρεάν τις προβολές αρχείου (περίπου 100 ταινίες ανά έτος), να εκδίδει μειωμένο εισιτήριο στις υπόλοιπες προβολές της Ταινιοθήκης (τόσο στον χειμερινό όσο και στον θερινό κινηματογράφο Λαΐς) και να έχει προτεραιότητα κράτησης, ενώ η χρυσή κάρτα μέλους κοστίζει 100 ευρώ και δίνει επιπλέον στο μέλος τη δυνατότητα να συν-διαμορφώνει το πρόγραμμα προβολών, αλλά και να αποκτήσει 30 προσκλήσεις για τις προβολές της επιλογής του.
Ώρες πώλησης καρτών:
Καθημερινά από τις 17:30-22:00 στο ταμείο της Ταινιοθήκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134-136
(Μετρό Κεραμεικός) 104 35 Αθήνα