«Έλα, Οντίν» είναι τα πρώτα λόγια που ακούγονται στην Πηγή των Παρθένων του Μπέργκμαν από το στόμα της ψυχοκόρης ενός θεοσεβούμενου χριστιανικού ζεύγους του δέκατου τρίτου αιώνα. Την ίδια ώρα, οι δυο τους προσεύχονται στον χριστιανικό Θεό τους. Κανείς από τους δύο δεν λαμβάνει απάντηση, μια ένδειξη ότι βρισκόμαστε στο μέσο της κινηματογραφικής θεολογικής αναζήτησης του Μπέργκμαν, πριν ακόμα αποφανθεί για την ανυπαρξία του. Η άσπιλη κόρη του ζεύγους θα βιαστεί και θα σκοτωθεί από δύο περιπλανώμενους μπρος στα μάτια του μουγγού ανήλικου αδελφού και της θετής αδελφής της, ενώ πηγαίνει κεριά στην Εκκλησία για να τιμήσει τον Θεό της. Όταν η αποτρόπαια πράξη ολοκληρωθεί, το παιδί θα ρίξει το βλέμμα στον ουρανό βουρκωμένο, εκφράζοντας στο παιδικό του βλέμμα την απορία όλων μας: «Πού ήσουν όσο συνέβαινε αυτό;».

 

Εγκαινιάζοντας τη συνεργασία του με τον Σβεν Νίκβιστ και μαζί της την παρείσφρηση του φυσικού φωτός στο κάδρο –σημειολογικά περί τέτοιας πρόκειται‒ και την αντιπαραβολή του ατάραχου φυσικού τοπίου με τη γεωγραφία του ταραγμένου ανθρώπινου προσώπου, ο Μπέργκμαν θα βρει τον ιδανικό συνεργάτη για να δώσει πνοή στο όραμά του, να αναδείξει τη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές της θρησκευτικής πίστης και σε εκείνες του ανθρώπινου ενστίκτου, την απορία για τη σιωπή του Θεού, την ανάγκη για μια απόκρισή του, την οποία μπορεί να «διαβάσουμε» στο νερό που αναβλύζει από το έδαφος, επειδή τη χρειαζόμαστε. Το άψυχο σώμα του κοριτσιού που βρισκόταν εκεί πριν από λίγο, όμως, παραμένει άκαμπτο, χωρίς ζωή, και ίσως να λέει την πραγματική ιστορία που επιλέγουμε να αγνοήσουμε.

 

Η ταινία απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και αποτέλεσε την απρόσμενη «πηγή» για μια cult στιγμή του σινεμά τρόμου, το «Last house on the left» του Γουές Κρέιβεν.