H ζωή και η φιλοσοφία δέκα διαφορετικών drag περφόρμερ ξεδιπλώνεται στο Avant-Drag!, την καινούργια ταινία από τα ΦΥΤΑ. Το νέο τους φιλμ έρχεται δύο χρόνια μετά το «ORFEAS2021», την πρώτη Ελληνική queer όπερα επιστημονικής φαντασίας που εξαιτίας της πανδημίας δεν ανέβηκε ποτέ, μετατράπηκε, όμως, σε ένα απολαυστικά φιλμ στα όρια του σουρεαλισμού. Στο Avant-Drag! επιστρέφουν στο τώρα και εισχωρούν στη συγχρονη drag σκηνή της χώρας όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια. Οι πρωταγωνίστριες τους προσπαθούν από το περιθώριο να βρουν νόημα σε ένα όχι και τόσο φιλόξενο περιβάλλον απέναντι στη διαφορετικότητα, συχνά αποδομώντας το, κριτικάρωντας καυστικά τα κακώς κείμενα του τόπου, χωρίς ποτέ να χάνουν το χιούμορ τους. Πέρα, όμως, από την αυστηρή πολιτική ματιά του, στην ουσία του το Avant-Drag! είναι ένα βαθύτατα ποιητικό και μελαγχολικό φιλμ που δεν χάνει ποτέ την ισορροπία του. Αιχμαλωτίζει τον θεατή σε ένα πρωτόγνωρο πολύχρωμο και τολμηρό σύμπαν που σπάνια συναντά κανείς στον εγχώριο κινηματογράφο και το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, ακόμη και αν αυτή αποστρέφει το βλέμμα της. Πίσω από την ταινία κρύβονται στη σκηνοθεσία ο Φιλ Ιερόπουλος και στο σενάριο ο Φοίβος Δούσος, οι οποίοι μας λύνουν όποιες απορίες έχουμε σχετικά.
— Πώς σας ήρθε η ιδέα για αυτήν την ταινία;
Ήταν μια ταινία που κατά κάποιο τρόπο έπρεπε να γίνει. Η queer καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας έχει εδώ και δέκα χρόνια παρουσιάσει πολύ ενδιαφέρουσες και ιδιοσυγκρασιακές δουλειές και αυτό ήταν σημαντικό να καταγραφεί — και να καταγραφεί εκ των έσω, δηλαδή από την ίδια τη σκηνή, από την κοινότητα και όχι από κάποιο τυχαίο ίδρυμα τέχνης. Σε μια φιλμοκριτική γράφτηκε πως ίσως στο μέλλον το Avant-Drag! να θεωρείται το Paris is Burning της Ελλάδας, που είναι κολακευτικό, αλλά και κατά κάποιο τρόπο ακριβές, δηλαδή νιώθεις στην ταινία πως μπαίνεις και εξερευνάς ένα undergound που αν δε γνωρίζεις, είναι συγκλονιστικό. Δουλεύουμε και σχετιζόμαστε με αυτές τις σκηνές πάνω από δέκα χρόνια σε δεκάδες πρότζεκτ, οπότε μιλάμε εδώ για κάτι πάνω στο οποίο έχουμε βαθιά προσωπική εμπειρία. Συγχρόνως, για να γίνει η ταινία όσο καλύτερη μπορούσαμε, έπρεπε να βρούμε μια κινηματογραφική γλώσσα που να ενώνει αυτή την εμπειρία της queer σκηνής με την ακαδημαϊκή έρευνά μας, του ενός πάνω στον avant-garde κινηματογράφο και τη σημειωτική, του άλλου πάνω στην πειραματική ποίηση και την ψυχανάλυση. Και θέλαμε η ταινία να είναι και fun/pop συγχρόνως. Αν ακούγεται φιλόδοξο εγχείρημα, είναι γιατί πραγματικά ήταν. Πιστεύουμε πως καταφέραμε να τα ενώσουμε όλα αυτά και η πρεμιέρα σε ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ όπως το Ρότερνταμ και τα βραβεία που παίρνει από τότε η ταινία μας έχουν δικαιώσει.
Κινηματογραφικά, η ταινία προτείνει μια σπονδυλωτή πειραματική γλώσσα, που και αυτό είναι μια πολιτική απόφαση, ειδικά την εποχή της απλοϊκής netflixοποίησης των πάντων.
— Γιατί την ονομάσατε Avant-Drag; Τι σημαίνει και συμβολίζει;
Είναι ένα λογοπαίγνιο που δείχνει τη σχέση μας ως καλλιτέχνα με την avant-garde, την πρωτοπορία. Αφενός είναι απολύτως σημαντική και δεν έχουμε πρόβλημα με το να χαρακτηρίζεται το έργο μας avant-garde, γιατί πιστεύουμε στο σπάσιμο της αναμενόμενης δομής, στην εξέλιξη των γλωσσών επικοινωνίας, στις περίπλοκες σχέσεις περιεχομένου και φόρμας. Αφετέρου όμως καλό είναι να παίρνει η avant-garde τον εαυτό της λίγο λιγότερο υπερσοβαρά, να αυτο-drag-άρετ-AI δηλαδή, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να γίνει η νέα ακαδημαϊκότητα, να γίνει άσκηση ύφους και κλισέ. Επίσης ο 20ός αιώνας μας έχει δείξει ότι οι πρωτοπορίες μπορούν να φτάσουν και στον φασισμό (π.χ. φουτουριστές), οπότε χρειάζεται συνεχής αυτοκριτική και εγρήγορση. Η πρωτοπορία της (πολιτικής) τέχνης οφείλει να προσέχει τις κινήσεις της και τις στρατηγικές της σχέσεις, για να μη γλιστρήσει σε συγκείμενα που αυτόματα εκμηδενίζουν τη σημασία της ως πρωτοπορία. Όπως λένε και οι Laibach, “art and totalitarianism are not mutually exclusive”, δηλαδή η avant-garde τέχνη μπορεί να αγοραστεί και από απολυταρχικά καθεστώτα, ενάρξεις ολυμπιακών αγώνων κ.λπ.
— Πώς θα χαρακτηρίζατε την ταινία;
Η αγαπημένη μας Εύα Στεφανή μας είπε πως βρήκε την ταινία αταξινόμητη και πως οι καλύτερες ταινίες με έναν τρόπο είναι αυτό. Σχεδόν ό,τι κάνουμε είναι διεπιστημονικό και διαθεματικό, έχει αντιφάσεις και περιπλοκότητες που δεν επιτρέπουν την κατάταξή του σε ένα είδος. Το προηγούμενο μεγάλου μήκους φιλμ που είχαμε κάνει, το ORFEAS2021, ήταν και όπερα, ήταν και πειραματικό φιλμ, ήταν και ποστ-ιντερνετ artwork. Στεκόταν μεταξύ ειδών και μεθοδολογιών. Και εδώ συμβαίνει το ίδιο. Ίσως κάποιος μπορεί να δει στο Avant-Drag! συνομιλίες με αυτό που λέγεται κινηματογραφικό δοκίμιο, στο στυλ του Godard, του Chris Marker ή της Barbara Hammer. Ή ίσως να νιώσει πως πιο κοντινό είναι το κινηματογραφικό ποίημα, σαν αυτά της Su Freidrich, της Maya Deren, του Dziga Vertov – άλλωστε η διδακτορική διατριβή του Φιλ είναι πάνω στη σχέση κινηματογράφου και ποιητικής. Μια από τις πιο αστείες, αλλά και τελικά σωστές περιγραφές της ταινίας είναι «σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ» γιατί αφενός έχει να κάνει με την πραγματική ζωή κάποιων ανθρώπων, αφετέρου φαντάζεται και μια άλλη Αθήνα, ισορροπεί δηλαδή συνεχώς μεταξύ του πραγματικού και του πιθανού.
— Πόσα χρόνια την ετοιμάζετε και τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
Με έναν τρόπο υπάρχουν δύο χρόνοι στην ταινία. Από τη μια, η προετοιμασία και τα γυρίσματα αυτά καθ’ αυτά, που ήταν γύρω στους έξι μήνες, δηλαδή η ταινία έγινε σχετικά γρήγορα, πράγμα που κάνει εντύπωση όταν βλέπεις το τελικό αποτέλεσμα. Όμως, από την άλλη, με έναν τρόπο αυτή η ταινία ετοιμάζεται δέκα χρόνια, έχει δηλαδή μέσα ιδέες, μεθοδολογίες, αισθητικές που τις δουλεύουμε από πολύ παλιά. Και βέβαια έχει και πολυετείς σχέσεις και συνεργασίες. Για παράδειγμα με τη Veronique Tromokratisch η δημιουργική μας σχέση πάει πίσω στο 2013, όταν την καλέσαμε να συμμετέχει σε ένα μεγάλο happening που διοργανώσαμε στην biennale Agora. Και με πολλά ακόμα άτομα μπροστά και πίσω από τις κάμερες, οι συνεργασίες εξελίσσονται σε ένα βάθος χρόνου. Αυτό που βλέπουν τελικά τα θεατά στο Avant-Drag! είναι φτιαγμένο με ένα τρόπο όχι μόνο από τα performers που συμμετέχουν εδώ, αλλά και από την επιρροή πολλών queer καλλιτεχνών με τα οποία έχουμε συνυπάρξει, στο φεστιβάλ Sound Acts, στo μουσικό label Φυτίνη, στο καμπαρέ του Glam Slam, στα αιρετικά Δοκούμενα, στο Athens Festival of Queer Performance, στα ASFA BBQ της ΑΣΚΤ. Πιστεύουμε στις συνεργασίες και όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε δουλέψει είναι κατά κάποιο τρόπο μαζί μας σε ό,τι κάνουμε. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η ταινία είναι μια σούμα μιας πολυετούς έρευνας. Συγχρόνως, έγινε χωρίς θεσμικές πλάτες, από μια κοινότητα που δούλεψε σ’ αυτην επειδή αγαπάει το θέμα και επειδή ήθελε να γίνει αυτή η ταινία. Αυτή ήταν μια γενναία απόφαση που έφερε τεράστιες δυσκολίες παραγωγής, αλλα ήταν και κίνηση κλειδί για να είναι ακριβώς όπως τη θέλουμε, χωρίς την παραμικρή επιρροή κάποιου θεσμού. Δηλαδή δεν χρειάστηκε να πιτσάρουμε, να παρακαλέσουμε και να εξηγήσουμε τι θέλουμε να κάνουμε σε ανθρώπους που δουλεύουν σε ιδρύματα και λογικό είναι να μην έχουν καμία σχέση με τις underground σκηνές, τις σύγχρονες διεθνείς queer τάσεις κ.λπ. Από άποψη παραγωγής, αποφασίσαμε πως εμείς θα το κάνουμε ανάποδα, δηλαδή πρώτα θα την κάνουμε μόνες μας και ύστερα, για να πληρωθούν τα συμμετέχοντα, κάναμε αίτηση για στήριξη του ΕΚΚ αφού η ταινία είχε ολοκληρωθεί.
— Πόσο πολιτική είναι;
Είναι μια ταινία έντονα πολιτική με πολλαπλούς τρόπους. Ξεκινώντας ήδη από τη θεματική της, η ταινία μιλάει για τη σχέση των queer ανθρωπων με την κακοποιητική ελληνική κοινωνία και τα τραύματα που κουβαλάμε μεγαλώνοντας σε ένα μέρος τόσο αφιλόξενο. Το drag μπαίνει δηλαδή στην ταινία από την αρχή ως πολιτική πράξη. Τα περφόρμερς που έχουν επιλεχθεί πιστεύουν σε ένα drag που ουσιαστικά ανοίγει έναν βαθύ, περίπλοκο και πολλές φορές επίπονο διάλογο με την έκφραση φύλου τους και τις προσωπικές τους ιστορίες. Η σχέση της ταινίας με τα περφόρμερς είναι προσωπική, δεν υπάρχει διάθεση εξωτικοποίησης και ωραιοποίησης. Δεν βλέπουμε κάποιο σόου, είναι η αλήθεια τους εδώ. Η κριτική της ταινίας στην ελληνική κοινωνία είναι επίσης διαθεματική, δηλαδή μας θυμίζει πως είναι σημαντικό να βλέπουμε την queer ταυτότητα σε συνάρτηση και με την κοινωνική τάξη, την εθνικότητα, τη νευροδιαφορετικότητα, το πάχος κ.λπ. Κινηματογραφικά, η ταινία προτείνει μια σπονδυλωτή πειραματική γλώσσα, που και αυτό είναι μια πολιτική απόφαση, ειδικά την εποχή της απλοϊκής netflixοποίησης των πάντων. Επίσης και πολύ πρακτικά ο τρόπος με τον οποίο έγινε τόσο κοινοτικά είναι σχεδόν επαναστατικός. Είναι πολύ ακριβό να κάνεις ταινίες, τα ποσά είναι πολλές φορές χυδαία, οπότε είναι σημαντικό να προσπαθούμε εναλλακτικούς τρόπους δημιουργίας, όπως έκαναν πριν λίγα χρόνια για παράδειγμα τα Μαγνητικά Πεδία.
— Μπορείτε να μας συστήσετε ξεχωριστά τις ηρωίδες του φιλμ; Τι αντιπροσωπεύει η καθεμία για σας;
Η Kangela Tromokratisch είναι μια riot housewife, με έναν τρόπο μητέρα της σκηνής των πιο φρικουλέ drag της Αθήνας. Η Kangela έχει τρέξει για κάποια χρόνια και το Καμπαρέ της Καγκέλας, που είναι ένα μέρος στο οποίο πολλά από τα περφόρμερς της ταινίας δοκίμασαν κάποια από τα πρώτα τους περφόρμανς. Η Er Libido είναι καλλιτεχνικό alter ego που παρουσιάζει διαφορετικές περσόνες όπως αυτή της Χριστοπαναγίας που συζητάει ακανθώδη θέματα όπως η θρησκεία και οι εκτρώσεις. Ελληνορθόδοξες τρέμετε! Η Aurora Paola Morado είναι περήφανη Αλβανίδα σκυλού που φέρνει στο προσκήνιο τον ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας και επιχειρεί να κουηροποιήσει το σκυλάδικο. Το ζευγάρι Parakatyanova + SerGay Parakatyanov είναι ένα ντουέτο που μας έρχεται από τον μαγευτικό Βόλο και κάνει κριτική στην ελληνικότητα παίζοντας με αισθητικές αναφορές στην παράδοση και τον παγανισμό. Το McMorait είναι non-binary περφορμερ και ιδρυτικό μέλος του Haus of Proletarea, του μόνου drag house στην Ελλάδα που φτιάχτηκε με πολιτικό λόγο και ως περφόρμερ συζητάει θύματα έμφυλης και αστυνομικής βίας. Ο Cotsos είναι drag king χαρακτήρας της περφόρμερ Lia Smaragda, που αναμετριέται με τα φαντάσματα της αριστεράς, το φύλο και τα όρια των πολιτικών της ταυτότητας. Η Λάλα Κωλοπή είναι, όπως λέει η ίδια, η γυναίκα πατάτα και παράλληλα ασκούμενος ψυχίατρος που μιλάει για το τραύμα και τη βία της κανονικότητας. Και τέλος οι Veronique & Cruella Tromokratisch, μάνα και κόρη, είναι κόρη και εγγονή της Kangela αντίστοιχα, anti-greek φρικιά και avant-garde καλλιτέχνιδες.
— Πώς επιλέξατε τις πρωταγωνίστριες; Σας αρνήθηκε καμία; Πόσο ήθελαν να εκτεθούν;
Ξέραμε από την αρχή πως θέλαμε να είναι κεντραρισμένη η ταινία στο πολιτικό, αλλά και στο πιο τσαλακωμένο, πιο punk-ίζον drag. Ρωτήσαμε τις περισσότερες, λοιπόν, από τις πειραματικές και edgy κουήνες της πόλης και σχεδόν όλες είπαν ναι αμέσως. Για κάποιες η έννοια της προσωπικής ιστορίας ή του αυτοτσαλακώματος ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να σηκώσουν. Μια ταινία, και δη μια τέτοια ταινία που παρουσιάζει τις πρωταγωνίστριες γυμνές να μας λένε την ιστορία τους, έχει πολύ μεγάλη έκθεση, είναι σχεδόν κατάθεση ψυχής. Όπως είπε η Λάλα Κωλοπή σε Q&A μας, για μια drag queen που συνήθως αποφασίζει τα πάντα μόνη της, το να δώσει τον έλεγχο σε μια εξωτερική ματιά είναι μεγάλη απόφαση. Τα δέκα περφόρμερς που ήρθαν μαζί μας τελικά μας εμπιστεύτηκαν πλήρως και τις ευχαριστούμε βαθιά γι’ αυτό.
— Πώς βλέπετε την queer σκηνή της Ελλάδας αυτή τη στιγμή;
Είναι τρελό πόσο γρήγορα έχουν ανοίξει διάφορες συζητήσεις — από κει που το queer ήταν μια ακαδημαϊκή έννοια ή ένα στοιχείο μιας underground κουλτούρας, να συζητιέται στο πανελ της Κατερίνας Καινούργιου. Και δεν το λέμε απαξιωτικά το δεύτερο. Το να υπάρχουν συζητήσεις για το φύλο και τη σύνδεση του με άλλες καταπιέσεις όπως η φυλή σε ένα τόσο mainstream πλαίσιο όπως το My Style Rocks μας φαίνεται πολύ ενδιαφέρον και οι συζητήσεις απρόσμενα πλούσιες σε περιεχόμενο. Βέβαια αυτή η επιτάχυνση απ' το 0 στο 100 που συχνά συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία δημιουργεί και μια σύγχυση. Μπορεί να σου φανεί κάπως απίστευτο αλλά όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε για queer τέχνες στην Αθήνα στις αρχές των 2010s ήμασταν αρκετά μόνες. Στις μεν πιο ακτιβιστικές κοινότητες φαινόταν πολύ φασαί-ικο και αχρείαστο, στις δε καλλιτεχνικές κοινότητες φαινόταν υπερβολικά στρατευμένο — του τύπου τι δουλεία έχει η τέχνη με τις ταυτότητες. Τώρα δεν είναι εκεί η φάση και τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, υπάρχει πάρα πολλή queer τέχνη και η κουβέντα γίνεται σε πολύ μεγαλύτερα πλαίσια. Όμως έχουν λειανθεί οι αιχμές και εμείς λίγο βαριόμαστε. Αν η queer τέχνη δεν πολεμάει ενάντια στις παγιωμένες αντιλήψεις (απ' όπου κι αν προέρχονται), είμαστε επιφυλακτικά. Αυτό βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Δηλαδή το ότι ένα συμβατικό, συντηρητικό και απλοϊκό melodrama όπως το All of Us Strangers θεωρείται η queer ταινία της χρονιάς δείχνει πως έχει έρθει μια αισθητική πτώχευση και μια πολιτική κανονικοποίηση του queer που δεν έχει καμιά σχέση με τις πρωτοπορίες του Kenneth Anger, του Cocteau, του Jarman, του Jack Smith, της Hammer, του Pasolini και πόσων άλλων στην queer κινηματογραφική ιστορία. Η φάση πια κοινωνικά για το queer είναι το: ζούμε κανονικές και θέλουμε να μας εκτιμούν οι γονείς μας. Λίγο σαν την κακή ταινία του Andrew Haigh δηλαδή.
— Όσον αφορά την κοινωνία, είναι καλύτερα τα πράγματα σήμερα;
Κοίτα, θα ήταν ανόητο να μην αναγνωρίζαμε ότι έχουν γίνει μετακινήσεις όσον αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, απλά, ενώ αυξάνεται η ορατότητα και καταχωρούνται κάποια δικαιώματα, αυξάνεται και η βία που βλέπουμε γύρω μας. Ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι θεσμικές κατοχυρώσεις όπως αυτή του γάμου αφορούν συγκεκριμένα κομμάτια της κοινότητας και αφήνουν εκτός άλλα, λιγότερο προνομιούχα. Και στην τελική όταν η ζωή στην Αθήνα γίνεται τόσο αφόρητη για όλα τα άτομα που ζουν σε μια ταξική επισφάλεια, είναι λίγο κουκουρούκου να πανηγυρίζουμε επειδή η Pantene έχει non-binary προϊόντα (σπάζοντας το δίπολο σαμπουαν ή κοντίσιονερ). Δηλαδή αν μια μικρή πρόοδος στα δικαιώματα πάει πακέτο με άπειρο hate και με μια ζωή αβίωτη και τα ενοίκια στο θεό, κάπου το πήγαμε λάθος.
— Μιλήστε μας λίγο για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δράση του Destroy Greece. Τις περιμένατε; Πώς αντιμετωπίσατε την κατάσταση;
Γενικά δεν είναι η πρώτη φορά που κάποια καλλιτεχνική μας δράση φτάνει σε πρωτοσέλιδα φασιστικών εφημερίδων — για την ακρίβεια το αντίθετο, συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με ό,τι κάνουμε που έχει πολιτική αιχμή (όλη μας η δουλειά δηλαδή). Έχει ενδιαφέρον σε μια περίοδο που θεωρητικά η σύγχρονη τέχνη ή οι πειραματικές τέχνες υποτίθεται ότι είναι κλεισμένες στον μικρόκοσμό τους, τα έργα μας ανοίγουν μεγάλες συζητήσεις σε αναπάντεχα μέρη. Τώρα το Destroy Greece ήταν η αντίδρασή μας στα όσα είχαν γίνει στην Αριστοτέλους με το παρ’ ολίγον λιντσάρισμα των δυο τρανς ατόμων. Νιώθαμε μια τρελή ασφυξία εκείνες τις μέρες και θεωρούμε πως εκφράσαμε και πολύ κόσμο γιατί η δράση καταχειροκροτήθηκε και μέσα στην αίθουσα εκείνη τη στιγμή, αλλά και όταν την ποστάραμε στα σόσιαλ μίντια. Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να μοιάζει λίγο με εκτροχιασμένη σχολική γιορτή, γι' αυτό τυπώσαμε το σύνθημα σε μια γιρλάντα. Είναι φοβερό πως κάτι που έχει ένα σαφές πλαίσιο και πολύ θυμό αλλά είναι και φουλ καλιαρντό βραχυκύκλωσε τόσο τους ακροδεξιούς όσο και το ίδιο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που έβγαλε μια κατάπτυστη ανακοίνωση που καταδίκασε τη δράση μας ενώ πριν από λίγες μέρες μας είχε βραβεύσει με ειδική μνεία. Και πόσο μάλλον όταν υποτίθεται πως υπήρχε και queer θεματική φέτος. Απλά δεν το κάνεις. Δεν αδειάζεις μια συμμετέχουσα ταινία έτσι, γιατί αν μη τι άλλο εκτίθεσαι ως θεσμός.
— Τι άλλο feedback είχατε για την ταινία;
Γενικά η ταινία έχει αγαπηθεί πάρα πολύ, λαμβάνουμε συνέχεια πάρα πολύ αγαπησιάρικα μηνύματα από όλες τις μεριές, στις προβολές έρχονται και μας αγκαλιάζουν και μας λένε τις ιστορίες τους. Και δεν εννοούμε μόνο στην Ελλάδα. Άτομα από την Πολωνία, μέσα σε ένα τελείως άλλο πλαίσιο, βγαίναν ταραγμένα από την αίθουσα, σαν να είδαν κάτι που έχει να κάνει άμεσα με τη δική τους ζωή, αλλα και που προτείνει τρόπους ύπαρξης, έκφρασης και επανάστασης που ίσως μπορούν να εφαρμόσουν στον δικό τους λόκαλ ζόφο. Άτομα από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μας λέγαν πως τους συγκίνησε γιατί τους θύμισε τις underground queer σκηνές των '80s και σκέφτονταν τι χάθηκε στην πορεία με την mainstreamοποίηση και τον αστικό εξευγενισμό στις δικές τους πόλεις. Μας είναι πια ξεκάθαρο πως το κοινό προσλαμβάνει αυτή την ταινία σαν ταινία ενδυνάμωσης, πράγμα που μας κάνει να χαιρόμαστε τρομερά. Αυτό που βέβαια δεν περιμέναμε είναι πόσο μαζικά θα άρεσε το έργο, δηλαδή το να παίρνουμε από διεθνείς κριτικούς 4 και 4μισι αστέρια ήταν κάπως σοκ, οριακά humbling, ή το να είμαστε στο Ρότερνταμ δέκατη ταινία στις ψήφους του κοινού ανάμεσα σε 600 ταινίες και με τις ίδιες ψήφους με το τεράστιο Zone of Interest ηταν μια φάση wtf, οκ το έργο έχει πια φύγει πολύ από ένα ντόπιο αθηναϊκό κοινό. Και στην Ελλάδα, βέβαια, που οι κριτικοί είναι διάσημα δυσκοίλιοι γενικά έγραψαν σούπερ θετικές κριτικές και μιλάμε για άτομα πολύ μακριά από τη δική μας σκηνή και φάση. Μας έκανε τρομερή εντύπωση που ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ένας κριτικός με πολύ μεγάλη ιστορία και από μια τόσο άλλη γενιά από τη δική μας, ξεχώρισε την ταινία και την ονόμασε ένα αντικομφορμιστικό μανιφέστο.
— Πόσο αισιόδοξο είναι το έργο;
Σε αντίθεση με το ORFEAS2021, που κατά κάποιο τρόπο σε πνίγει από το υπαρξιακό angst, το Avant-Drag! είναι με έναν τρόπο αισιόδοξο. Δεν χαρίζεται πολιτικά και ούτε προσποιείται πως τα πράγματα είναι καθόλου εντάξει, προφανώς γνωρίζουμε καλά πως ανεβαίνει η ακροδεξιά παντού κ.λπ. Αλλά η ταινία δεν το βάζει κάτω. Πολλές queer αφηγηματικές ταινίες ιστορικά έχουν εστιάσει σε μια νταρκίλα και ένα αδιέξοδο. Κάτι τέτοιο είναι λογικό αν σκεφτείς έστω και λίγο τη βαρβαρότητα της ανθρωπότητας. Αλλά όπως μας τάραξε η Στρέλλα πριν από 15 χρόνια με τον τρόπο που είδε μια έξοδο απ’ αυτό το σχήμα και ένα μέλλον βιώσιμο, κάτι τέτοιο θέλαμε να φανταστούμε κι εμείς. Και πιστεύουμε πως η ταινία μπορεί να σε βάζει σε διάφορα σκοτεινά μονοπάτια αλλα σε αφήνει με μια γλυκιά αίσθηση στο τέλος και μια ελπίδα: Λες; Λες να γίνεται να ειμαστε καπως πιο ελεύθερες τελικά;
Το Avant-Drag! προβάλλεται στον κινηματογράφο Τριανόν μέχρι τις 29 Μαΐου.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0