Να Κάθεσαι και να Κοιτάς
Η μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Σερβετά που καταπιάνεται με τη βία, την αδιαφορία και τη συμμετοχή από 1η Μαΐου στους κινηματογράφους από τη Feelgood.
Πρόκειται για μια ιστορία που διαδραματίζεται σε μια μικρή κοινωνία -έναν καθρέφτη της μεγάλης εικόνας- σε ένα περιβάλλον όπου υποβόσκει η βία, κυριαρχούν οι προκαταλήψεις αλλά και η εκούσια αποδοχή της συνενοχής. Την πλοκή πυροδοτεί μια τριαντάχρονη γυναίκα που κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συνηθιζόταν μέχρι τώρα, το "Να Κάθεσαι και να Κοιτάς".
Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της ως ταινία έναρξης της ενότητας City to City στο Φεστιβάλ του Τορόντο 2013 και την ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, στο τμήμα Panorama, στο οποίο παίζονται ταινίες με φρέσκια ματιά και αισθητική από όλο τον κόσμο. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ενότητας Panorama, Wieland Speck, δήλωσε για την ταινία: «η πρωταγωνίστρια, η Αντιγόνη, προσπαθώντας να φτιάξει τη ζωή της, πρέπει να δημιουργήσει το δικό της χώρο και να αντιμετωπίσει όλες τις καταστάσεις με την ίδια συναρπαστική δύναμη χαρακτήρα που είχε επιδείξει και η αρχαία πρόγονός της». Ο Cameron Bailey, καλλιτεχνικός διευθυντής στο Φεστιβάλ του Τορόντο, αναφερόμενος στην ηρωίδα της ταινίας, έγραψε: «όπως την υποδύεται με αιχμηρή τελειότητα η Μαρίνα Συμεού, είναι συναρπαστική και ακανθώδης, μια δύναμη της φύσης που επιστρέφει στο σπίτι της για να διαλύσει το ζοφερό κατεστημένο – και, ελπίζουμε να χτίσει κάτι καινούριο».
Σύνοψη
Ένα τρένο καταφτάνει στο σιδηροδρομικό σταθμό μιας μικρής πόλης. Αποβιβάζεται μόνο η Αντιγόνη, μια νέα κοπέλα γύρω στα 30. Κανείς δεν την περιμένει, εκτός από έναν γέρο άντρα, που περνάει όλη τη μέρα του στον έρημο σταθμό. Η Αντιγόνη έχει φύγει από την Αθήνα κι έχει επιστρέψει στη γενέθλια πόλη της – και φαίνεται αποφασισμένη να μείνει εκεί. Συναντιέται με την Ελένη, μια φίλη από τα παλιά, πιάνει δουλειά ως καθηγήτρια Αγγλικών στο τοπικό φροντιστήριο, τα φτιάχνει με τον Νίκο, ένα αγόρι νεότερο, όμορφο και ευχάριστα αφελές. Η αναζήτηση της Αντιγόνης για μια απλή ζωή στους ήσυχους δρόμους της μικρής πόλης σταδιακά αποδεικνύεται πιο μπερδεμένη απ' ό,τι έχει φανταστεί. Η σχέση της Ελένης με τον παντρεμένο Νώντα κάνει τα πράγματα δυσκολότερα για όλους. Σύντομα η Αντιγόνη θα βρεθεί μπλεγμένη σε καταστάσεις που απαιτούν δράση, ενώ οι δυναμικές μεταξύ των χαρακτήρων γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες. Και η ένταση όλο μεγαλώνει...
Δείτε το αποκλειστικό απόσπασμα της ταινίας που παραχώρησε ο σκηνοθέτης στο lifo.gr
Μία συζήτηση με τον σεναριογράφο/σκηνοθέτη Γιώργο Σερβετά
Αντιγόνη και Ελένη
Ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν η πανηγυρική λήξη ενός πολιτισμού επιθετικής ευημερίας που κυριάρχησε για δεκαετίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Η Ελένη ήταν ένας χαρακτήρας που γεννήθηκε μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπου αν δεν συμμετείχες στο πάρτι της ανάπτυξης και της ευημερίας, δεν έμενε άλλο από το να βρεις μια γωνίτσα του εναλλακτικού και να ασχολείσαι με την πάρτη σου και τα προβλήματά σου, όπου η κριτική μπορούσε να πιάνει μόνο τις δευτερεύουσες πτυχές ενός θριαμβεύοντος καπιταλισμού, που έφτιαχνε εμπορικά κέντρα και μια κόλαση από κατανάλωση, αρκεί να δεχόσουν το τίμημα της αλλοτρίωσης και της καταστροφής των ανθρώπινων σχέσεων και του περιβάλλοντος. Όταν η Αντιγόνη της ταινίας είχε κερδίσει την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να απαιτήσει έναν κόσμο στα μέτρα της, η Ελένη ήταν ήδη ξεπερασμένη. Το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» είναι η ιστορία της Αντιγόνης, που έβρισκε πιο βολικό να προσαρμόσει τον κόσμο στα μέτρα της, από το να προσαρμοστεί η ίδια.
Γιατί επιλέξατε αυτή την ιστορία για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας;
Δεν έχει περάσει καιρός από τότε που οι πρώτες εικόνες του σεναρίου άρχισαν να παίρνουν μορφή. Εμφανίστηκαν στο τέλος μιας περιόδου όταν μόλις είχαμε αρχίσει να καταπίνουμε το αίσθημα μιας λίγο πολύ συλλογικής αποτυχίας. Ένας πολιτισμός κατρακυλούσε χωρίς να αφήνει μια θλιβερή επίγευση σαν το τελευταίο πλάνο στο Import/Export (Ulrich Seidl) -η ρυθμική επανάληψη της λέξης Tod από μια ανοϊκή ηλικιωμένη γυναίκα σε ένα γηροκομείο. Αυτό ήταν για μένα αρκετό, όταν η ιδέα του σεναρίου δεν έπιανε πάνω από δυο γραμμές στη σελίδα.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής και του γυρίσματος πολλά άλλαξαν. Η οικονομική κρίση έγινε μέρος της συλλογικής μας συνείδησης. Η καινούρια κερδοσκοπία ανακυκλώνει παλιά υλικά και λεηλατεί ό,τι έχει απομείνει από τη φύση, ενώ τα νέα πολιτικά υποκείμενα δεν μπορούν πια να αρκεστούν στην κριτική.
Σε αυτό το σημείο, έπρεπε να στραφώ σε μία νέα εικονογραφία. Δεν επαρκούσε μια αδιάφορη και ψυχρή αισθητική της τοπογραφίας των σούπερ μάρκετ, των περιφερειακών οδών γύρω από τις επαρχιακές πόλεις και τις διπλοκατοικίες σε καμένες εκτάσεις. Χρειαζόμουν μια νέα, σχεδόν επική εικονογραφία και δεν μπορούσα να βρω κάτι πιο σχετικό από τον κώδικα των σπαγγέτι γουέστερν.
Οι εικόνες της ελληνικής επαρχίας δεν προσφέρουν πια κάτι ελεγειακό. Πρόκειται για ένα περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί από τις διαδρομές των αυτοκινήτων. Το τοπίο έχει αποσυντεθεί τόσο που ακόμα και η τουριστική εκμετάλλευσή του έχει γίνει δύσκολη αφήνοντας μόνη δυνατότητα ανάπτυξης την πράσινη λεηλασία.
Αυτός είναι ο «τόπος», το μοτίβο της ταινίας. Μια γη που έχει λεηλατηθεί από τους ανθρώπους της και ένας χρόνος που προσδιορίζεται από τις διαδρομές των αυτοκινήτων.
Και τα παράλληλα στοιχεία του γουέστερν που σας αρέσει να χρησιμοποιείτε;
Μου αρέσουν τα γουέστερν γιατί είναι μια μορφή αφήγησης που οι χαρακτήρες έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα ίδια τα άτομα και που μπορείς να δείξεις μια ολόκληρη κοινωνία μέσα από λίγους χαρακτήρες.
Πώς αποφασίσατε για τους ηθοποιούς;
Έχω ανάγκη να έχω ένα πρόσωπο στο μυαλό μου όταν γράφω έναν χαρακτήρα. Έτσι, οι ηθοποιοί επιλέχθηκαν (μέχρι έναν βαθμό) όταν ακόμα έγραφα το σενάριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι είχα ήδη συνεργαστεί με την Μαρίνα και τη Μαριάνθη, που υποδύονται την Αντιγόνη και την Ελένη αντίστοιχα, σε ταινίες μικρού μήκους και άλλες προσωπικές μου δουλειές.
Ποιες είναι οι οπτικές αναφορές που επιλέξατε για την ταινία;
Η εποχή που ήμασταν περήφανοι για τις καμινάδες και τα χαλυβουργεία έχει περάσει προ πολλού. Η Ελένη ζει σε μια έρημη χώρα, όπου τα μνημεία της εποχής της ανάπτυξης ρημάζουν και όπου ο ήλιος και ο αέρας επιστρατεύονται για να αποδώσουν ενέργεια και χρήμα. Το μέρος όπου καταφθάνει η Αντιγόνη είναι μια άγρια και παρηκμασμένη Δύση. Ένα μέρος όπου ο πολιτισμός έχει ξεμείνει από καύσιμα και όπου κάποιος ξεπροβάλλει από ένα 4x4 αγροτικό φορτηγάκι μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, με μία καραμπίνα στο χέρι. Είναι το έπος της παρακμής.
Ποια θα ήταν η εμπειρία που θα θέλατε να αποκομίσει το κοινό από την ταινία;
Εδώ και καιρό έχουμε πλήρη συνείδηση της αποτυχίας μας να εκπληρώσουμε τις υποσχέσεις του «μοντέρνου». Η Αντιγόνη το ξέρει αυτό, ενώ η δική της κληρονομιά είναι η ίδια με όσους μεγάλωσαν στις δεκαετίες του '80 και του '90. Λειτουργεί πολιτικά ως ατομικίστρια και τα κίνητρα της παραμένουν αυστηρά προσωπικά. Θα ήθελα να είναι η τελευταία που κλείνει την πόρτα, αλλά και η πρώτη που έρχεται την ίδια στιγμή.