Όπως και ο Κένεθ Άνγκερ αποποείται τον τίτλο του queer σκηνοθέτη, αντίστοιχα είναι αμαρτία (μιας και είναι καθολικός, μπορεί και να συμφωνήσει) να περιοριστεί στον τόπο τού gay σινεμά ένα τόσο μεγάλο και ανοιχτό ταλέντο όσο ο Τζον Κάμερον Μίτσελ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και αυτή η ταινία του δεν πατάει γερά και πιστά στη σεξουαλικότητά του.

Μετά το Hedwig κάνει πλέον ό,τι θέλει στο Shortbus, και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση και αφοπλιστικό χιούμορ, που φέρνει στο νου κλασικό αμερικάνικο και ευρωπαϊκό κινηματογράφο άλλων δεκαετιών, με μοντέρνα οπτική και σύγχρονη σκέψη. Θέλοντας να μιλήσει για και να δείξει σεξ, δεν διστάζει να το πράξει από την πρώτη σκηνή ανθολογίας, με δράστη έναν τύπο που ολοκληρώνει μια ζογκλερική αυτοπεολειχία στο στόμα του.

Αυτός είναι ο μελαγχολικός Τζέιμι, παρτενέρ του Τζέιμς, ο οποίος ζητάει ψυχολογική στήριξη από τη σεξολόγο Σοφία, η οποία δεν έχει φτάσει σε οργασμό με το σύζυγο που κατά τ' άλλα αγαπά. Μια απεγνωσμένη dominatrix, η Σεβερίν, θα την οδηγήσει σε ένα μονοπάτι βοήθειας, και όλοι, ο Τζέιμι, ο Τζέιμς, ο Σεθ που τους αγαπά και τους ποθεί, ένας άλλος που τους παρακολουθεί κρυφά, η Σοφία, η Σεβερίν και πολλοί ευδαιμονικοί και τυχοδιώκτες Νεοϋορκέζοι θα συναντηθούν σε ένα εβδομαδιαίο σαλόνι νυχτερινών και παράνομων απολαύσεων, το "Shortbus" - που στα αγγλικά σημαίνει το λεωφορειάκι που μεταφέρει τους μαθητές με ειδικές ανάγκες.

Αυτό το ΠΙΚΠΑ του σεξ και της απελευθέρωσης δεν είναι τίποτε άλλο από τη μητρόπολη που μπορεί να ισχυρίζεται πως δεν κοιμάται ποτέ και που πρόδωσε τις υποσχέσεις που έδωσε στη δεκαετία του '70. Ένας θαμώνας της, μάλιστα, υποτίθεται πως είναι και ένας φανταστικός πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, ο οποίος δίνει έναν δραματικό μονόλογο για την εποχή που παρίστανε τον στρέιτ πολιτικό, μιλώντας με νόημα για την διαπερατότητα και τις αυταπάτες.

Με έναν ανδρόγυνο κομφερανσιέ, ανάλογο του Καμπαρέ, οικοδεσπότη στον μπουφέ των «μη» που περιμένουν την κατάρριψή τους, ο Μίτσελ προσφέρει τη σάρκα στην αρχή και κατακτά τα παράσημά του στα συναισθήματα βαθμηδόν. Γι' αυτόν, τα ταμπού δεν βρίσκονται στην απουσία σαρκικής συνεύρεσης (η σκηνή με το ανδρικό τρίο που μοιάζει με παιδικό γαϊτανάκι το αποδεικνύει) αλλά στην αμπαρωμένη συναισθηματική επικοινωνία. Δείχνοντας μια κοινότητα που κοιτάζει από το παράθυρο τα προβεβλημένα, mainstream μικροαστικά ζευγάρια, την εξομοιώνει με τη μεγάλη οικογένεια των διαφημισμένων σχέσεων και της αγωνίας τους, αλλά ψαρεύει πιο αβίαστα το χιούμορ της ιδιαιτερότητας και την τρελή ισορροπία της ζωής στο γκέτο. Εναλλάσσει το παραλήρημα με εξομολογητικές στιγμές, και κερδίζει πρώτης τάξεως ερμηνείες.

Το "Shortbus" είναι, κυρίως, μια σκηνοθετικά ζαλιστική, σεναριακά ολοστρόγγυλη, γλυκύτατη και εξωστρεφής γιορτή για την ουτοπία του σεξ, την τελευταία περιπέτεια που απέμεινε στο ανθρώπινο είδος.