Οι δημιουργοί του Speed Racerξανακάνουν την ίδια ταινία. Ο πρωταγωνιστής είναι ο ένας και εκλεκτός, ο άφοβος και ατρόμητος, που δείχνει να γνωρίζει το σωστό μονοπάτι, ακούγοντας την εσωτερική φωνή του ενστίκτου και του ταλέντου του, ένας νέος άνδρας που τα βάζει με το σύστημα όντας πεπεισμένος πως μπορεί να το αναποδογυρίσει. Ακόμη και η παρένθεση του V for Vendetta, στο οποίο συνέβαλαν αλλά δεν υπέγραψαν, μοιράζει το στόρι ανάμεσα σε μια αγνή κοπέλα που οδηγείται σχεδόν από θεϊκό χέρι στην επανάσταση και έναν μασκοφόρο εκδικητή (που εδώ είναι ο Rex Racer, κάποιος που μοιάζει στα πάντα στο χαμένο αδελφό, εκτός από το πρόσωπό του). Η διαφορά στη φετινή ταινία τους είναι πως ενώ ο Νίο ήταν μπάκουρος και κυνικός, ο Speedτης οικογένειας των Racer είναι πιο αφελής και άψητος, και ακολουθεί την παράδοση του πατέρα και του αγαπημένου αδελφού, ο οποίος χάθηκε σε ένα ατύχημα. Γενικά το σόι είναι κολλημένο με τα αυτοκίνητα και το πουλέν τους, το Mach 5, είναι μια βολίδα που τεχνολογικά δύναται να κερδίσει όλα τα υπόλοιπα. Τα συμφέροντα της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι μεγάλα και στην πρώτη του επαφή με τους μεγαλοκαρχαρίες ο Speed αισθάνεται προδομένος. Ιδεαλιστής και δυναμικός, βρίσκει τον τρόπο να επανέλθει. Διαβλέπει την ανάγκη του κόσμου που αγαπάει το σπορ να δει μια αγνή ψυχή με τσαγανό να σπάει τους στημένους αγώνες και να αναδύεται νικητής, με το πνεύμα και τον τρόπο του.

Όλες οι παραβολές που μπορείτε να φανταστείτε ακούγονται δόκιμες με ένα τόσο ευρύ σενάριο. Η πιο κοντινή συγγένεια της ταινίας αφορά τους ίδιους τους Γουατσόφσκι. Στη βιομηχανία του σινεμά έπαιξαν με τους όρους των διοργανωτών στο Μάτριξ και βγήκαν θριαμβευτές. Με έναν συνδυασμό πολλών φιλοσοφιών, βρήκαν ανταπόκριση με τον απλό τρόπο που διατύπωσαν τα διλήμματα. Το μπλε ή το κόκκινο; Ιδού η μία και μοναδική απορία. Ψυχολόγησαν τον ντουνιά και κατανόησαν την ανάγκη για παστρικές λύσεις στα υπαρξιακά του ερωτήματα μέσα στην αίθουσα.

Το Speed Racerδεν μπορεί να κατηγορηθεί για παλιμπαιδισμό, αφού είναι ο παλιμπαιδισμός αυτοπροσώπως. Βασίζεται σε ένα manga της δεκαετίας του ‘60, που έγινε επιτυχία στην ντουμπλαρισμένη του εκδοχή στις ΗΠΑ. Ήρωες η οικογένεια Racer, αγωνιστές όνομα και πράμα, και τα αγωνιστικά που έσπαγαν το φράγμα του ήχου επί γης. Οι Γουατσόφσκι επένδυσαν στην εικόνα και δούλεψαν πολύ πάνω στο συνδυασμό της γιαπωνέζικης παράδοσης του manga, της λογικής του υπολογιστή και της σύνδεσης μιας ιστορίας που έρχεται από το παρελθόν και ακουμπάει στο μέλλον. Το μοντάζ τους είναι παιχνιδιάρικο, ακάματο, οριζόντιο και κάθετο, ένα συνεργείο διαστάσεων. Τα χρώματα, ένας συμπαγής κόσμος από μόνος του, φαντασμαγορία μεταξύ της πραγματικότητας και της χώρας του ιδεατού της μνήμης, που συναρπάζει το μάτι - με αισθητικούς συγγενείς το Carsκαι τον Ντικ Τρέισι του Γουόρεν Μπίτι.

Από την άλλη, οι άνθρωποι, μια μάζα από κλισέ, ένα déjà vu που προκαλεί απορία: τόσο αποκομμένοι από την ανθρώπινη συνθήκη είναι οι μονομανείς Γουατσόφσκι, ή έχουν τέτοια αυτοπεποίθηση στις εικόνες που παράγουν, ώστε θεωρούν πως άλλος ένας βιβλικός οικογενειακός μύθος αρκεί για να κάνουν το καθήκον τους και να μπει το κοινό στις αίθουσες. Φυσικά δεν υπηρετούν κάποιο μεγάλο σκοπό, ψυχαγωγία φτιάχνουν. Μπορεί και να έχουν δίκιο αν η επιτυχία τους χτυπήσει και πάλι την πόρτα, αλλά η συνταγή της τεχνολογικής νοσταλγίας που λάνσαραν τους έχει καλωδιώσει σε ένα ατέρμονο καλλιτεχνικό λίμπο. Έχουν διαφορά από τον Λούκας και τους απανωτούς Αστρικούς Πολέμους του;