Ο επιπόλαιος πρίγκιπας Ζαν Κοκτό, ένας φιλομαθής και ακατάσχετα δημιουργικός άνθρωπος, αποποιείται τον όρο σουρεαλιστής, ακόμη κι αν το Αίμα του ποιητή είναι ένα από τα πρώτα και μόνα δείγματα του είδους. Όλα ξεκίνησαν από την επιθυμία ενός Γάλλου μαικήνα των τεχνών, του κόμη Charles de Noailles, να χρηματοδοτήσει και να στηρίξει το αναδυόμενο σινεμά με τη δουλειά πρωτοπόρων. Μέσα σε μια διετία κατάφερε να υπογράψει το πειραματικό Les mysteres du chateau de De του φωτογράφου Μαν Ρέι, το ριζοσπαστικό L' Age d' Or του Μπουνιουέλ και το Αίμα του ποιητή του Κοκτό, στο οποίο μάλιστα πρωταγωνίστησαν δυο ερασιτέχνες, ο Ενρίκε Ριβέρο (που στην ουλή στην πλάτη του ο Κοκτό ζωγράφισε το αστέρι που έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν του) και η Λι Μίλερ, που ήταν σύντροφος του Μαν Ρέι.

Το Αίμα του ποιητή είναι όντως ένα παιδί του σουρεαλισμού, χωρίς τη διάθεση να σοκάρει όπως ο Ανδαλουσιανός Σκύλος, εξαιτίας του τρόπου του Κοκτό να εμπλέκει τον κλασικισμό του στους νεωτερισμούς. Συνεπώς, μιλάμε για έναν νεοκλασικό σουρεαλισμό, με πειραματισμούς και θεατρικότητα, στοιχεία χορογραφίας και γλυπτικής, ένα σπονδυλωτό multimedia δυο διαστάσεων χωρίς διάλογο, αλλά με σκόρπια κομμάτια ποιητικών μονολόγων, κοντολογίς μια πρόγευση της διάσπασης του Κοκτό σε όλα τα είδη της τέχνης. Ο Charles de Noailles τού είχε αρχικά παραγγείλει μια ταινία κινουμένων σχεδίων (και θα είχε τρομερό ενδιαφέρον αν ο Κοκτό είχε τελικά δεχτεί), αλλά ο Γάλλος ζωγράφος, ποιητής, γλύπτης και μάνατζερ αγώνων πυγμαχίας (!) του αντιπρότεινε μια ας πούμε συμβατική ταινία, βασισμένη σε σχέδια και έργα του, δηλαδή σε χαρακτήρες και σύμβολα που είχε ήδη επεξεργαστεί.

Με δεδομένη την περιέργειά του για ένα μέσο που δεν είχε αξιοποιηθεί σε υψηλό βαθμό (ας μην ξεχνάμε πως πολύ αργότερα το σινεμά έδωσε ζωτικά σημεία καλλιτεχνικά αυτόφωτης καλλιτεχνικής φύσης), ο Κοκτό έπαιξε με όλη του την ψυχή, σαν παιδί στη Χώρα των Θαυμάτων, χρησιμοποιώντας slow motion, stop motion, τρικ και εφέ σημαντικά για την εποχή. Πάνω απ' όλα, το Αίμα του ποιητή τού έδωσε την ελευθερία να εκφραστεί με το μέσον. Η ταινία είναι χωρισμένη σε επεισόδια, από τα οποία το πιο αξιομνημόνευτο είναι το δεύτερο, όταν ο ποιητής/ζωγράφος προχωράει σε έναν περίεργο διάδρομο, περπατάει σαν να κυλάει, σταματώντας στις πόρτες των δωματίων, και κοιτάζει μέσα από τις κλειδαρότρυπες. Αυτό που αντικρίζει με απορία και θάμβος είναι μια σειρά από ζωντανά ταμπλό, όπως ένα παιδί που υποφέρει από την γκουβερνάντα του και τη βασανίζει σκαρφαλώνοντας στο τζάκι, μια ομάδα Μεξικανών τυφεκιοφόρων που εκτελούν έναν άνδρα και εκείνος επανέρχεται στη ζωή με μαγικό τρόπο, ενώ σε έναν τρίτο χώρο ένας άνδρας και μια γυναίκα γράφουν παρατηρήσεις ο ένας για τον άλλο, ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζονται - σκηνή που θα επαναλάβει «αυτολεξεί» και στη Διαθήκη του Ορφέα. Οι καθρέφτες, τα μάτια, το αίμα, τα αγάλματα, τα πυκνά σύμβολα που εκδικητικά και άδικα ο Μπρετόν ακύρωσε με δηλώσεις του ανταμώνουν άτσαλα, ορμητικά αλλά πολύ δημιουργικά με πρωτόφαντες τεχνικές για την εποχή, και κυρίως την ψευδαίσθηση της αναρρίχησης στους τοίχους και την ανάποδη κίνηση.

Και εκεί που ο Κοκτό μοιάζει να κολλάει στους μηχανισμούς ενός επεισοδίου, ξαφνικά μεταφέρεται σε μια αυλή με παιδιά που παίζουν χιονοπόλεμο, μια αυτοβιογραφική αναφορά που είχε ήδη χρησιμοποιήσει στα Τρομερά Παιδιά. Αν και ελάχιστη σχέση μου φαίνεται πως έχει με τον μύθο του Ορφέα, το Αίμα του ποιητή είναι ένα μοτέρ ιδεών, ένα πραγματικό μαγικό κουτί με απρόβλεπτη εξέλιξη, ένας κινούμενος πίνακας που μου φέρνει αμέσως στον νου το έργο ενός μέγιστου μεταγενέστερου δημιουργού, του Ντέιβιντ Λιντς, ο οποίος έχει δηλώσει πως κάπως έτσι ξεκίνησε να κάνει σινεμά (όταν είδε έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει ξαφνικά να κινείται!) και εμπνεύστηκε από τις ξαφνικές, δριμείες εμφανίσεις προσώπων στις ταινίες του, που, όπως και στον Κοκτό, αλλάζουν τον τόνο και προσδίδουν μια εφιαλτική, μυστηριακή δραματικότητα στην πλοκή.