Τέσσερις Νεοϋορκέζοι αστυνομικοί πέφτουν νεκροί κατά τη διάρκεια μιας ενέδρας, που φέρνει ένταση στο αστυνομικό τμήμα. Με το δολοφόνο των αστυνομικών να κυκλοφορεί ελεύθερος και την πίεση που προκαλεί η φύση της υπόθεσης, ο διοικητής του Μανχάταν Φράνσις Τίρνι (Γιον Βόιτ) ζητά από το γιο του, τον ντετέκτιβ Ρέι Τίρνι (΄Εντουαρντ Νόρτον), να ηγηθεί της έρευνας. Διστακτικά ο Ρέι αναλαμβάνει την υπόθεση γνωρίζοντας ότι οι αστυνομικοί που πέθαναν τελούσαν υπό τις διαταγές του αδερφού του Φράνσις Τίρνι του Νεότερου (Νόα Έμεριχ) και ότι ήταν συνάδελφοι του γαμπρού του, Τζίμι Έγκαν (Κόλιν Φάρελ). Αρχικά η υπόθεση μοιάζει με επιχείρηση σύλληψης εμπόρων ναρκωτικών που πήγε τραγικά λάθος. Καθώς όμως ο Ρέι αρχίζει να εμβαθύνει στην υπόθεση, συνειδητοποιεί ότι κάποιος ειδοποίησε τους εμπόρους ναρκωτικών για την επιχείρηση των αστυνομικών. Κάποιος από μέσα. Και το χειρότερο; Όλα τα στοιχεία τον καθοδηγούν προς μια ασύλληπτη κατεύθυνση: προς τον ίδιο του τον αδερφό και το γαμπρό του.

Ο Τζο Κάρναχαν που είχε σκηνοθετήσει το πιο ενδιαφέρον Narc είναι πίσω από την παραγωγή και το σενάριο αυτού του συμβατικού αστυνομικού δράματος που μετριάζει την πλοκή και εστιάζει στις οικογενειακές σχέσεις μιας οικογένειας που κινείται αναγκαστικά γύρω από τα ζητήματα πίστης και τιμής που χαρακτηρίζουν το επάγγελμα. Τι σημαίνει καλός μπάτσος και ποια η διαφορά του από τον κακό; Ποιο είναι το όριο της συγκάλυψης ενός συναδέλφου; Και τι κάνεις αν είσαι μπάτσος και ο στενός συγγενής σου συναλλάσσεται με καθάρματα;

Αυτά και παρόμοια άλλα ερωτήματα θέτει το Ζήτημα Τιμής και χάνει την αιχμή (η πρωτοτυπία δεν υπάρχει ούτως ή άλλως) και επικεντρώνεται στους ηθοποιούς για να πείσουν τον θεατή πως ακόμη κι ο απόλυτα διεφθαρμένος λειτουργός μπορεί να είναι σωστός οικογενειάρχης που αγαπάει τη γυναίκα του και προσπαθεί να βγάλει ένα φράγκο παραπάνω γιατί ο μισθός της πείνας δεν φθάνει για τα παιδάκια του - αλήθεια είναι, κι εμείς τα ίδια τραβάμε, αλλά δεν ληστεύουμε ψιλικατζίδικα. Ο Νόρτον παίζει κάτω του αναμενομένου, ο Φάρελ άνω του επιτρεπομένου και ο Γιον Βόιτ, παραδόξως, συγκρατείται και κερδίζει τις εντυπώσεις μαζί με τον παραγνωρισμένο καρατερίστα Νόα (πού τον ξέρω, πού τον ξέρω) Έμεριχ. Το φινάλε το παρακάνει με την κυριολεκτική και συμβολική βιαιότητα, πασχίζοντας να αγιοποιήσει ακόμη κι εκείνους που έχουμε καταλάβει πως η απελπισία τους οδήγησε να γίνουν απάνθρωποι και κτηνώδεις.