Σε αυτή την ιταλική σάτιρα ο Ενρίκο Ολιβέρι, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποφασίζει να εγκαταλείψει το κόμμα του και να κρυφτεί σε σπίτι φίλων για να δώσει ένα πολιτικό μάθημα σε συμμάχους και αντιπάλους διά της απουσίας του. Μετά τις πρώτες στιγμές αμηχανίας στρατολογείται ο καταθλιπτικός, φιλόσοφος και δίδυμος αδελφός του για να υποδυθεί τον εξαφανισμένο ηγέτη και σε μια μεγάλη ανατροπή μιλάει διφορούμενα αλλά τόσο κατανοητά, που σαγηνεύει γνωστούς και αγνώστους και οδηγεί το κόμμα του μακριά από το αδιέξοδο και κοντά στον θρίαμβο. Αυτοεξόριστος, ο Ενρίκο αναζητά τη χαμένη του ταυτότητα και βρίσκει την καλή του καρδιά, με πυξίδα όχι τη λογική και την επαγγελματική γλώσσα που δεν τον οδήγησε πουθενά αλλά το συναίσθημα. Αποφεύγοντας τον διδακτισμό και με γνώμονα τον σαφέστερο πρακτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό που έχουν επειγόντως ανάγκη η Αριστερά και η ευρύτερη πολιτική σκηνή, ο σκηνοθέτης Ρομπέρτο Αντό παρουσιάζει μια φαρσική ίντριγκα για σοβαρό παραδειγματισμό και κωμικές επιπτώσεις, σαν πολιτική οπερέτα που θυμίζει το Έχουμε Πάπα του Νάνι Μορέτι και το παλιότερο και πανέξυπνο των Χαλ Άσμπι και Γιέρζι Κοζίνσκι, Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς, με τον αξεπέραστο Πίτερ Σέλερς. Σ' εκείνο το φιλμ (που αντίστοιχα θυμίζει πολύ, ως και ύποπτα, το πολωνικό μυθιστόρημα του Μεσοπολέμου, Η καριέρα του Νικόδημου Ντύζμα), ο ανώνυμος κηπουρός Τσόνσι Γκάρντινερ κέρδισε αβίαστα τον θαυμασμό και τη συμπάθεια κρατούντων και ασχέτων, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τι πράγμα μιλούσε, πόσο μάλλον για ποιο πράγμα τον ρωτούσαν. Ο δίδυμος αδελφός δεν είναι τόσο άβγαλτος όσο ο Τσόνσι, που μόλις είχε ξεμυτίσει από το σπίτι του αφεντικού και τον κήπο που τον προστάτευε όλη του τη ζωή από τον θόρυβο και τις «περιπλοκές», και οι ρήσεις του, σιβυλλικές, αλλά βροντερές και ενίοτε φρέσκες σε ένα τοπίο μπαγιάτικο από τα κλισέ δυσωδίας και ιδιοτέλειας, πιάνουν τόπο, προς τέρψη του ίδιου και του κόμματος που υποκρίνεται πως εκπροσωπεί. Ο Αντό δεν κάνει κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ή καινοτόμο, απλώς παρακολουθεί τον Τόνι Σερβίλο σε ένα ακόμα ρεσιτάλ, διπλό αυτήν τη φορά, καθώς του δίνεται η ευκαιρία να εφαρμόσει τη δημιουργική σχιζοφρένεια του ηθοποιού στο συγγενές πεδίο της πολιτικής. Απολαυστικός, και εντελώς διαφορετικός από τον Γκαμπαρντέλα της Τέλειας Ομορφιάς. Μαζί με τον Κριστόφ Βαλτζ, η ευρωπαϊκή ανακάλυψη της δεκαετίας – και μάλιστα ώριμης ηλικίας, καρατερίστας κι αυτός, σε άλλο γήπεδο υποκριτικής.