Χρειάστηκε η συνεργασία του με δύο νεότερες δημιουργούς, μια καταξιωμένη και μια ανερχόμενη, για να φρεσκαριστεί το σινεμά του (σπουδαίου) Ζακ Οντιάρ. Ο λόγος για τις Σελίν Σιαμά και Λεά Μισιούς που τον βοήθησαν να διασκευάσει σεναριακά τα graphic novels του Άντριαν Τομάιν για τις ανάγκες της νέας του ταινίας. Ως σεναριογράφος παλιάς κοπής, ο Οντιάρ καταρτίζει τον σκελετό, συμμαζεύει το χάος και κλείνει εκκρεμότητες, ενώ οι Σιαμά και Μισιούς φέρνουν την αμεσότητα και τη διαλογική αληθοφάνεια και γεφυρώνουν το χάσμα γενεών.

 

Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους είναι μια θαυμάσια ταινία που αναδεικνύει το νεανικό ερωτικό τοπίο του σήμερα, χωρίς να γίνεται έκδηλα επικριτική ή πατερναλιστική. Οι νέοι της ταινίας ίσως δεν έχουν τη θέση εργασίας που ονειρεύτηκαν, έχουν όμως απενοχοποιήσει το σεξ και κάνουν αρκετό, πότε μεταξύ τους και πότε με άλλους. Η στάση της ταινίας είναι υπέρ του sex positivity, δίχως να παραγνωρίζει την ενδόμυχη ανάγκη των ηρώων για επικοινωνία και να παραμερίζει τον ναρκισσισμό των καιρών. Οι ήρωες θα ερωτευτούν τελικά κάποιον που τους μοιάζει, είτε ως χαρακτήρας είτε εμφανισιακά, μα ακόμα κι εκεί το ενσυναισθητικό βλέμμα του Οντιάρ δεν θα δει φιλαυτία αλλά ουσιαστική αποδοχή κάποιου με τον οποίο θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους: του εαυτού τους.

 

Ο ερωτισμός ξεχειλίζει από την οθόνη, τα πρόσωπα και τα σώματα είναι ελκυστικά, οι ηλεκτρονικοί ήχοι μεθυστικοί και ο φόβος του συναισθήματος θα κατατροπωθεί από τη λαχτάρα της εκδήλωσής του σε μια γλυκιά κατακλείδα, σε ένα ακαταμάχητα feel good φινάλε που ολοκληρώνει με ιδανικό τρόπο μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.