Η δεύτερη ταινία της αμερικανικής περιόδου του Αυστριακού Φριτς Λανγκ, μετά την αυτοεξορία του από τη ναζιστική Γερμανία και ένα σύντομο πέρασμα από τη Γαλλία, ένα από τα πρώτα δείγματα του noir, που ούτως ή άλλως επηρεάστηκε βαρύτατα από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, και μαζί δείγμα των δυνατοτήτων του νεαρού Χένρι Φόντα, που έπεται της συμπρωταγωνίστριάς του Σίλβια Σίντνεϊ στα credits, το Έχω Δικαίωμα να Ζήσω εμπνέεται από τον μυθικό ενθουσιασμό που είχαν προκαλέσει στα λαϊκά στρώματα οι φυγάδες Μπόνι και Κλάιντ, και τη ζοφερή πραγματικότητα του Μεσοπολέμου στις ΗΠΑ, ανάμεσα στο μεγάλο κραχ και τον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο.

 

Παίρνοντας μια γεύση από την παρεμβατικότητα των studio, και πιο συγκεκριμένα εκείνου της MGM, μετά τους σοβαρούς συμβιβασμούς που αναγκάστηκε να κάνει έναν χρόνο πριν στο Fury με τον Σπένσερ Τρέισι, συνεργάστηκε με τον ανεξάρτητο παραγωγό Γουόλτερ Γουάνγκερ, δημιουργώντας ένα έξοχα φωτοσκιασμένο από τον Λέον Σαμρόι υβρίδιο crime movie και κοινωνικού μελοδράματος, με πρόθεση να τονίσει την αναπότρεπτη μοίρα ενός στιγματισμένου πολίτη ενάντια στο σύστημα. Ο Έντι Τέιλορ έχει κάνει φυλακή, όλοι του το υπενθυμίζουν («a three time loser», ακούει σαν πέλεκυ στην έξοδό του από το κελί), εκείνος γνωρίζει πως δεν γίνεται να ξεφύγει από τον κακό οιωνό, και η αγαπημένη του συνεχώς υπενθυμίζει τη φευγαλέα όψη της χαμένης ευκαιρίας. Για κάθε ευχάριστη νότα, ο Λανγκ επιφυλάσσει ένα σύννεφο καταδίκης, και αμέσως μετά τα πρόσκαιρα διαλείμματα ευτυχίας ένα σκληρό χτύπημα ανατρέπει το αίσθημα του δικαίου που δεν έρχεται ποτέ - μάλιστα, ένα δεκάλεπτο βίαιων σκηνών αφαιρέθηκε από την τελική μορφή του You Only Live Once.

 

Αγαπημένη ταινία του Τζέιμς Μπόλντουιν, το Έχω Δικαίωμα να Ζήσω εξισώνει υπόγεια την τήρηση του νόμου με την πραγματική ηθική (ένας ιερέας δολοφονείται εν ψυχρώ) και προτείνει ως μοναδικό διέξοδο στον πεσιμισμό την αιωνιότητα του μεταφυσικού. Λίγα χρόνια πριν τον ρόλο του Τομ Τζόουντ στα Σταφύλια της Οργής, που θα συνόψιζαν το στυλ του αγνού, αδικημένου, φιλελεύθερου ιδεαλιστή, ο Χένρι Φόντα έθετε υποψηφιότητα για το χρίσμα του Καλού Αμερικανού στο σινεμά, και αντίθετα από τον διόσκουρο Τζέιμς Στιούαρτ, που σε έπειθε για τις προθέσεις του με τον κομπιασμένο λόγο και την επαρχιώτικη καλή του καρδιά, η δύναμή του εκτοξευόταν από το ευθύβολο, ορθάνοιχτο βλέμμα και την απαλή φωνή της ραγισμένης αξιοπρέπειας.