Σε έναν παραθαλάσσιο μη-τόπο, κάπου ανάμεσα στο αντίο και στο πουθενά, όπως έλεγε και ένας παλιός κινηματογραφικός φίλος, ένας άντρας, ο Άρης, πηγαίνει για να συναντήσει τον δήμαρχο και να αναλάβει καθήκοντα αρχειοθέτησης. Στο μέρος εκείνο 6-9 κάνουν ησυχία για να ακούσουν τις φωνές των «εξαφανισμένων», δηλαδή αγαπημένων που έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους πληγωμένες καρδιές που περιμένουν την επιστροφή τους, η οποία δεν έρχεται ποτέ. Κατά τις ώρες εκείνες οι φωνές τoύς επισκέπτονται μέσα από κεραίες και καταγράφονται σε κασέτες, που όσοι (ξ)έμειναν ακούν ξανά και ξανά. Σε αυτό το μέρος ο Άρης θα γνωρίσει την Άννα και θα ερωτευτούν.
Μετά τη συν-σκηνοθεσία της Πόλης και της Πόλης, ο Χρήστος Πασσαλής συνεχίζει τη σκηνοθετική του διαδρομή σόλο με μια ερωτική ιστορία που φλερτάρει με την επιστημονική φαντασία και ασπάζεται το weird ιδίωμα – έχουμε και εδώ τις συνήθεις ερμηνείες «πρώτης ανάγνωσης» και το μοτίβο της αναπαράστασης. Το ρεπεράζ σε βιομηχανικές περιοχές δίνει την αίσθηση μιας παρηκμασμένης ετεροτοπίας, ενώ στιγμιότυπα όπως τα λογύδρια του δημάρχου έχουν μια σχεδόν τσιωλική (εκ του Σταύρου Τσιώλη) ανεκδοτολογική χροιά, χωρίς να διαταράσσουν τον τόνο, που κινείται κάπου μεταξύ ρομαντζάδας και μελαγχολίας.
Υπάρχουν ιδέες, υπάρχει και μια κυριολεκτική εξήγηση για όσα συμβαίνουν, που φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε, συχνά όμως το εγχείρημα μοιάζει να λοξοδρομεί σε επεισόδια, ροκανίζοντας χρόνο και αφήνοντας την αίσθηση ενός όχι εντελώς συγκροτημένου οράματος περισσότερο σε επίπεδο δραματουργίας και σημειολογίας παρά κατασκευής.
Μολαταύτα, υπάρχει και κάτι συμπονετικό σε όσα (φαίνεται πως) έχει να πει για τη μνήμη και τον έρωτα ο Πασσαλής και μολονότι το πιο προφανές δάνειό του είναι οι αμμόλοφοι της μνήμης του ταρκοφσκικού Στάλκερ, το μεγαλύτερο (θεματικό) δάνειό του ίσως να είναι από το 2001, κατά το εξής: όπως εκεί ο Hal 9000 σβήνει και από τη γνώση αιώνων το μόνο που απομένει είναι ένα «δεν θέλω να πεθάνω» και ένα τραγούδι, για τον Πασσαλή και τη συν-σεναριογράφο του Ελένη Βεργέτη το τελευταίο πράγμα που σβήνει είναι η ανάγκη μας να θυμόμαστε, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε – και ξανά από την αρχή. Ε, μπρος σε τέτοιο επιμύθιο, μοιραία λες στις 6-9 ενστάσεις σου να κάνουν λίγη ησυχία.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0