Ο συγγραφέας, και ευφυολόγος, Σόμερσετ Μομ είχε δίκιο, όντως η Γαλλική Ριβιέρα είναι ένα ηλιόλουστο μέρος για σκοτεινούς τύπους, και ο Νικολά Μπεντός, enfant terrible του γαλλικού αφηγηματικού κινηματογράφου (απεχθάνεται τη διανοουμενίστικη προσποίηση και διατηρεί θαυμαστό επίπεδο καλλιτεχνικών αναφορών και σεναριακών ιδεών), το εκμεταλλεύεται στο έπακρο για μια πυκνά γραμμένη δραματική κομεντί αστυνομικού μυστηρίου, πολύ σινεφιλική, που θα μπορούσε να είναι το γαλλικό εξώγαμο της «Διπλής Ταυτότητας» του Μπίλι Γουάιλντερ και του «Κυνηγιού του Κλέφτη».

 

Το κεντρικό ζευγάρι, ένας «σπασμένος» χορευτής που ζει από το στοχευμένο ζιγκολίκι και το χαρτζιλίκι μιας φαντασμένης ηθοποιού, της Νόρμα Ντέσμοντ του (η Ιζαμπέλ Ατζανί σε ένα ακόμη εμπνευσμένο πάντρεμα homage και αυτοπαρωδίας), και μια νέα γυναίκα, απίθανα, όμορφα και βαθιά δολοπλόκα, στήνουν ένα κόλπο γκρόσο με κλασικό θύμα έναν παντρεμένο που θαμπώνεται από την ομορφιά της, τον Φρανσουά Κλιζέ, που παίζει τον τύπο του ολόσωστα και ανθρώπινα. Το «Καμουφλάζ» ξεκινά ανάποδα, περίπου από το τέλος ή κάπου προς το φινάλε μια πολύπλοκης ιστορίας με πίστες που ο Μπεντός επίτηδες διασταυρώνει και ως έναν βαθμό καλύπτει για να κρατήσει το ενδιαφέρον ψηλά και το τέμπο κατά τόπους δαιμονιώδες. Τα φαινόμενα απατούν, οι παίκτες εξαπατούν και υπάρχει κάτι τραβηχτικά παλιομοδίτικο στην αστραφτερή και κοσμοπολίτικη μασκαράτα χαρακτήρων του Μπεντός, με τα ωραία, λαϊκά φτωχά παιδιά να θέλουν να γδύσουν τα πλούσια αφεντικά τους, ποντάροντας στην ερωτική απληστία των ξένων και στη δική τους μπερδεμένη επιθυμία με φόντο τη Νίκαια, τις βίλες και τα γρήγορα αμάξια, τα κλεφτά φιλιά και τις απονενοημένες, δραματικές χειρονομίες.

 

Το κάνει με ακόμη μεγαλύτερη φιλοδοξία από το ήδη μεστό «Ραντεβού στο Μπελ Επόκ», με την ίδια νοσταλγία για έναν κόσμο που υποχωρεί, πικρά και μοναχικά, αλλά λιγότερο αποτελεσματικά, αν και συνολικά διασκεδαστικά, σαν να φυλλομετράς οπτικό, καλοραμμένο pulp fiction ‒ βασίστηκε σε μυθιστόρημά του σκηνοθέτη, καθώς και σε κάποιες βιωματικές εμπειρίες του. Η Μαρίνα Βαχτ, πάντα θεαματική (είναι να απορεί κανείς πώς δεν έχει γίνει περιζήτητη εκτός Εξαγώνου), ο Πιερ Νινέ αξιόπιστος, ως και συγκινητικός, αλλά πρέπει να προσέξετε τους συμπληρωματικούς ρόλους, τη Λάουρα Μοράντε, την Εμανιέλ Ντεβός και τον Σαρλ Μπερλένγκ ‒ τρομεροί καρατερίστες όλοι τους, μαζί με τον θρύλο Ατζανί, η οποία έχει επιστρέψει στην προ σαράντα ετών εικόνα της με έναν αξιοσημείωτο, κέρινο τρόπο.