Σε έναν ωκεανό λόγου, αποτελούμενο από μαργαριτάρια οικονομίας, αξέχαστες ατάκες και αρμονία εικόνας και εκφρασμένης υπόνοιας μέχρι την ακατάσχετη φλυαρία, το σύγχρονο σινεμά σπάνια, αλλά πάντα με κάποιο δραματουργικό σκοπό, επιχειρεί την εξαίρεση με ταινίες που ξεχωρίζουν για την παντελή ή τελείως περιστασιακή απουσία διαλόγου. Το The Thief του Ράσελ Κράουζ, με τα δυο τηλεγραφήματα ως μοναδικό μέσο στοχευμένης επικοινωνίας. Το Le Bal του Έτορε Σκόλα, όπου η χορογραφία και η μουσική αρκούν. Οι Διακοπές του κυρίου Ιλό, ανυπερθέτως, μια εκδρομή στον βωβό, με εφέ και σάτιρα. Η περιπετειώδης Αρκούδα του Ζαν Ζακ Ανό, τόσο αποτελεσματική. Το οσκαρικό The Artist, μια επιτηδευμένη, άψογα ενορχηστρωμένη, γλυκόπικρη προσευχή στο ονειρώδες Χόλιγουντ. Η Πόλη της Σίλβια του Χοσέ Λουίς Γκουερίν, με τις αντανακλάσεις και τα βαθιά αισθήματα, περισσότερο όμως ως πειραματική απόπειρα εφάμιλλη ταινιών χωρίς μουσική ή με συνεχές plan sequence. Και βέβαια οι δυο εκδοχές του σύγχρονου Ροβινσώνα/ναυαγού, το Castaway, στις μοναχικές σκηνές του γενειοφόρου Τομ Χάνκς στο νησί, και ολόκληρο το All is lost του Τζ. Σ. Τσάντορ, εκεί όπου ο 77χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ έδωσε τα ρέστα του στον προτελευταίο ασπασμό στην κάμερα που τόσο αγάπησε, όχι μόνο με τη βελούδινη εκφορά αλλά και με τις αντιδράσεις του εμβληματικού προσώπου του. Από τα πιο πρόσφατα, το UFO horror οικιακής εισβολής στο Disney+, No one will save you, του Μπράιαν Ντάφιλντ σε πιάνει από τον λαιμό για να μην πάρεις ανάσα, είναι έξυπνο και πονηρό μαζί, μια πρόταση που ανοίγει τον δρόμο σε ένα είδος συχνά αχρείαστα πολυλογάδικο, χωρίς να έχει απόλυτη ανάγκη τη σιγαλιά μέσα στο ύφασμα της πλοκής, όπως τα δύο Quiet Place του Τζον Κραζίνσκι.

 

Σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Τζον Γου, όχι μόνο οι διάλογοι, αλλά και τα προσχηματικά σενάρια συχνά έμοιαζαν περιττά μπροστά στις πυρετώδεις, φαντασμαγορικές οπτικές συλλήψεις της δράσης. Σφαίρες και θύματα, εκτελεστές και οχήματα σφιχταγκαλιάστηκαν και στροβιλίστηκαν όπως τα πλούσια μαλλιά του Κρουζ και της Νιούτον στις Επικίνδυνες Αποστολές ή τα οργισμένα πρόσωπα του Κέιτζ και του Τραβόλτα σε ένα Face/Off τανγκό με τον θάνατο. Ανέκαθεν υπήρξε ένας μαέστρος της εκδικητικής μανίας – ο Τζον Γουίκ χρωστά πολλά σ’ αυτόν, και γιατί όχι, και το ονοματεπώνυμό του κάνει μια καθόλου συμπτωματική παρήχηση.

 

Στη μη ομιλούσα, διόλου αθόρυβη Σιωπηλή Οργή τα σπάει, κυριολεκτικά. Ο ήρωας είναι το θύμα μιας αδόκητης τραγωδίας, ο πατέρας που χάνει τον μικρό του γιο, ενώ παίζουν αμέριμνα στην αυλή, από μια αδέσποτη σφαίρα συμμοριών που κυνηγιούνται στον δρόμο, η οποία περνά μπροστά από το σπίτι τους. Στη συμπλοκή που ακολουθεί τραυματίζεται σοβαρά, πάλι από σφαίρα, του αρχι-gangsta. Μένει άλαλος όταν συνέρχεται, ο γάμος του κλονίζεται ανεπανόρθωτα και αφού σιγουρευτούμε πως δεν είναι ούτε αστυνομικός ούτε μάχιμος σκοπευτής, επιστρατεύουμε την υπομονή μας παρακολουθώντας τον να εκπαιδεύει τον εαυτό του στη σκοποβολή και στην πάλη για να πάρει το αίμα του παιδιού του πίσω – ένας ντετέκτιβ «διακοσμεί» την προσπάθειά του με χαρακτηριστική αδράνεια και ελαφρά ανησυχία. Ούτε λέξη δεν ξεφεύγει από το στόμα των πρωταγωνιστών και των περιφερειακών ηρώων της ασυνήθιστα σκοτεινής γιορτινής περιπέτειας (το φονικό συμβαίνει τα Χριστούγεννα του 2022 και η τελειωτική μονομαχία έναν χρόνο αργότερα, με τις γυαλιστερές μπάλες και το έρημο έλατο να παίζουν τον ρόλο τους).

 

Για έναν καλλιτέχνη-πυροτεχνουργό που αριστεύει στην ακροβατική, παρατεταμένη ένταση, το τέχνασμα λειτουργεί, διότι σε τόσο ακραίες περιπτώσεις τι να πει κανείς, και σε πιο σοβαρό τόνο, με ανθρώπους που βασικά συνεννοούνται με βρυχηθμούς, και με έναν χαροκαμένο άνδρα που έχει χάσει τη φωνή του – τα όπλα και οι ρόδες αναλαμβάνουν δράση. Εκεί, ο Γου δείχνει να μην έχει χάσει καθόλου την αιχμή του και η κομψή, στιλπνή Σιωπηλή Οργή έχει αμαρτωλό γούστο και ένα κάποιο fun μέχρι να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη μέσα στην υπερβολή και στην επανάληψη της ισοπεδωτικής βίας και του μονότονου μελό. (Easter ή, μάλλον, Christmas egg: στη σεκάνς του μακελειού ακούγεται το «Nothing Blues» των Modern Ruin, της electro dark wave μπάντας των Μάκη Παπασημακόπουλου και Νικόλαου Ράπτη!).