Παρέα με τον τακτικό συνεργάτη του Πολ Λάβερτι, ο Κεν Λόουτς έχει χτίσει μέσα στα χρόνια μια συμπαγή φιλμογραφία καθολικού ενδιαφέροντος κι ας εστιάζει συνήθως στον (όχι και τόσο) θαυμαστό κόσμο της βρετανικής εργατικής τάξης. Ακόμα κι αν ενοχλείσαι από την απουσία διαλεκτικής σε μερίδα του έργου του, δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την επιμονή και τη συνέπειά του σε αυτό που κάνει. Και δεν μπορείς να αρνηθείς την έγνοια του για τους ανθρώπους.

 

Πριν λίγο καιρό είδαμε στις αίθουσες το Green Border της Ανιέσκα Χόλαντ, μια ταινία που περιστρεφόταν γύρω από την ανοιχτή πληγή του μεταναστευτικού εντός Ευρώπης, σαν το Old Oak. Ε, επιχειρήστε να συγκρίνετε τους πρόσφυγες εκείνης της ταινίας με αυτούς του Λόουτς. Εκεί μοναδική τους λειτουργία ήταν να βασανιστούν, όταν άνοιγαν το στόμα άκουγες συνθήματα προορισμένα για το δυτικό αυτί (και καμωμένα από δυτικό μυαλό), προσεύχονταν και στον Αλλάχ για να μην ξεχνάμε την προέλευσή τους. Εδώ έχεις πραγματικούς χαρακτήρες, με όνειρα, προβλήματα, προβληματισμούς, χιούμορ, χαρά, θλίψη, θυμό και όλη εκείνη την γκάμα συναισθημάτων που συναντάς σε ανθρώπους − και τους προσδιορίζει ως τέτοιους. Βλέπεις, ο Λόουτς θέλει να γνωρίσουμε πραγματικά τους (κινηματογραφικούς) πρόσφυγές του και όχι να τους λυπηθούμε, γαργαλώντας την υπεροχή μας και διασκεδάζοντας την ενοχή μας.

 

Οι εν λόγω πρόσφυγες εγκαθίστανται σε ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας. Κάποτε έσφυζε από ζωή, χάρη στο ορυχείο που λειτουργούσε εκεί κοντά, τώρα έχει σχεδόν ερημώσει. Ο Τι Τζέι Μπάλανταϊν είναι ιδιοκτήτης της παμπ του τίτλου, της μόνης που έχει απομείνει στο χωριό. Για εκείνον οι πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι, για κάποιους από τους τακτικούς θαμώνες του όχι. Η διαφωνία τους θα πυροδοτήσει συγκρούσεις, όσο κι αν προσπαθεί να τις αποφύγει.

 

Καταλαβαίνουμε την αντίρρηση φίλων του σκηνοθέτη, που τον γνώρισαν ως εκπρόσωπο του αγνού κοινωνικού ρεαλισμού, προς τη στροφή του στο μελόδραμα σε αυτή την ύστερη φάση της καριέρας του. Όμως, τα έχουμε γράψει αρκετές φορές, στην καλή του εκδοχή το μελόδραμα είναι απλώς η φόρμα για να αναδειχθεί το περιεχόμενο. Όπως και στον Daniel Blake ή στο Sorry we missed you, ο Λόουτς ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι θα κάνει μελόδραμα, δεν προσπαθεί να μας κοροϊδέψει ή να καλύψει την ένδεια του περιεχομένου με μελοδραματισμούς. Χρησιμοποιεί τους κώδικες του είδους με στόχο να καλλιεργήσει την ενσυναίσθησή μας και επιχειρεί να το πετύχει μέσα από έναν τύπο σινεμά ευρύτερης αποδοχής − στα μάτια μας πολύ πιο τίμιο από την υιοθέτηση στριφνής φεστιβαλικής φόρμας και αισθητικής. Και πίσω από το μελόδραμα του Old Oak θα βρεις εκλεκτικές συγγένειες με το It’s a Wonderful Life του Φρανκ Κάπρα και θα λάβεις, μέσω της δραματουργίας, μια πολύ καλή απάντηση στο ερώτημα γιατί να συνεχίσεις την πορεία σου σε έναν κόσμο που παίρνει ολοένα και χειρότερη ρότα. Γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος που χρειάζεται τη βοήθειά σου, λέει ο καλός μας Κεν Λόουτς, κλείνοντας την ταινία του −και την καριέρα του;− με ένα φινάλε συμφιλίωσης που ελπίζει να εμπνεύσει (και) τους διαφωνούντες.