Οι σπουδαίες δημιουργίες χρησιμοποιούν το μελόδραμα ως φόρμα για να ντύσουν το περιεχόμενό τους. Όσες δεν έχουν πολύ από το τελευταίο, στρέφονται στον μελοδραματισμό για να καλύψουν την ένδεια και να κερδίσουν τη συμπάθειά μας με υπερχειλίζον συναίσθημα, που είναι άκοπο και ανέξοδο άλλωστε. Υποθέτουμε ότι ψυλλιάζεστε ήδη σε ποια κατηγορία ανήκει η Πλεξούδα, χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή προς το βιβλίο, που μαθαίνουμε ότι διαβάστηκε όσο λίγα το καλοκαίρι που μας πέρασε. Είναι διαφορετικά μέσα άλλωστε και μια ταινία ελέγχεται με τα κριτήρια του μέσου στο οποίο ανήκει – δεν γνωρίζουμε πώς είναι η πρόζα στο χαρτί, ούτε ποιες αλλαγές έχουν γίνει, ούτε το πνεύμα του.

 

Η κινηματογραφική Πλεξούδα, λοιπόν, την οποία υπογράφει σκηνοθετικά η συγγραφέας του βιβλίου, αποτελεί μια επιστροφή σε εκείνα τα δράματα παράλληλων ιστοριών που κάποτε δόξασαν δημιουργοί όπως ο Ινιάριτου και ο Αριάγκα. Στην ταινία παρακολουθούμε τις ζωές τριών γυναικών, μιας Ινδής που ανήκει στην κάστα των ανέγγιχτων, μιας νεαρής Ιταλίδας που πρόκειται να αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα της και μιας Καναδής δικηγόρου που έρχεται αντιμέτωπη με σοβαρή ασθένεια και τις προκαταλήψεις του κλάδου της. Οι μονότονες μελωδίες του Λουντοβίκο Εϊνάουντι χρησιμοποιούνται καταχρηστικά για να φορτίσουν τα μικροεπεισόδια με ακόμα περισσότερο συναίσθημα, ενώ η δράση περιορίζεται κυρίως στο κέντρο του κάδρου, όπως συνηθίζεται σε άλλο μέσο.

 

Αναγνωρίζεις αφηγηματικές αρετές στη δημιουργία της Κολομπανί, η οποία είχε σκηνοθετήσει και το ανατρεπτικό και αγαπητό στη χώρα μας Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά (2002) με την Οντρέ Τοτού. Το θέαμα δεν καταλήγει ποτέ προσβλητικό, αν και κάποιοι θεατές σίγουρα θα δοκιμαστούν από την εξίσωση των καταστάσεων και των προβλημάτων των τριών γυναικών, όπως και από το φινάλε, όπου το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής επιδοκιμάζεται επειδή ευνοεί την έκφραση αλληλεγγύης ανάμεσα στις ηρωίδες. Αν δεν προτιμηθεί στις αίθουσες, η Πλεξούδα θα κάνει θραύση στις streaming πλατφόρμες ως στρωτό «περιεχόμενο» με μια γερή δόση κοινωνικής ευαισθησίας. Μπροστά της, όμως, ακόμα και η Βαβέλ (2006) μοιάζει με μνημείο κινηματογραφικής κληρονομιάς.