«Τουναντίον, επειδή μου αρέσεις πολύ σ’ το λέω»: όταν μετά από λίγες επαγγελματικές συναντήσεις η εξωστρεφής χορογράφος και χορεύτρια Ελένα προσκαλεί τον χαμογελαστό, λίγο μυστηριώδη διερμηνέα νοηματικής γλώσσας Ντόβιντας στο διαμέρισμά της, αυτός της εξομολογείται πως είναι ασεξουαλικός κι εκείνη τον αντιμετωπίζει με ευγενική δυσπιστία, πιστεύοντας πως θέλει να την αποφύγει. Είναι λογικό να της προκαλεί αμηχανία μια τέτοια δήλωση. Δεν το έχει ανάγκη, όπως διατείνεται, ή υπάρχει κάτι βαθύτερο, που η ίδια δεν είναι σε θέση να ψυχογραφήσει; Άλλωστε, μια τόσο ασυνήθιστη παραδοχή, σε μια εποχή που η ερωτική ταυτότητα διευρύνεται και, στην περίπτωση των δυο συγκεκριμένων χαρακτήρων, δεν εκκρεμούν ταμπού και ιδιαίτερα κοινωνικά κωλύματα προκαλεί μια πρόσθετη περιέργεια γύρω από την απουσία της σεξουαλικότητας και όχι ακριβώς για την ηθελημένη αποχή από αυτήν. Η ταινία εξερευνά αργά, όπως υποδεικνύει ο τίτλος της, και κάπως άνισα στο κέντρο της αφήγησής της μια προσέγγιση με ανθρώπινους όρους, τρυφερότητα και ειλικρίνεια.

 

Η συνθήκη της οικειότητας είναι σπάνιο αγαθό που κατακτάται δύσκολα και απαιτεί χρόνο, σε ένα τέμπο που η σκηνοθέτις Μαρίζα Καφταράτζε ταιριάζει στη σταδιακή, ουσιαστική γνωριμία δυο ανθρώπων με διαφορετικό background και, αρχικά, αντίθετες διαθέσεις. Ωστόσο, η αμοιβαία συμπάθεια δεν είναι απλώς μια συνθήκη καλής παρέας αλλά το πρώτο βήμα για μια σχέση εξίσου πολύπλοκη με τον (διάχυτο) ερωτισμό της Ελένα και τις (άγνωστες και ως ένα βαθμό απωθημένες) επιθυμίες του Ντόβιντας. Στο Slow, επίσημη υποβολή της Λιθουανίας στην κατηγορία των διεθνών Όσκαρ για το 2025, το σεξ και η συνωμοτικότητα συχνά δεν εφάπτονται και η σκηνοθέτις πετυχαίνει περισσότερο το δραματικό της point όταν τονίζει αυτή την αντίθεση.