Στην αρχική πλαν-σεκάνς του Beginning Μάρτυρες του Ιεχωβά συγκεντρώνονται στον ιερό τους χώρο για το καθιερωμένο κήρυγμα. Όταν ο ιερέας διερωτάται τι μπορούν να κάνουν ως χριστιανοί απέναντι στo Κακό, η πόρτα ανοίγει και μια μολότοφ σκάει στην αίθουσα, προκαλώντας στο πλήθος πανικό. Η σκηνή κρατά πολύ περισσότερο απ’ όσο θα φανταζόμασταν και μας δίνει το μήνυμα: η ταινία, που θα παρακολουθήσουμε θα είναι ανελέητη μέσα στη φορμαλιστική αυστηρότητά της.
Στο επίκεντρό της δεν βρίσκεται η κοινότητα των Ιεχωβάδων που αναζητούν προστασία από τις Αρχές και δεν τη βρίσκουν αλλά η σύζυγος του αρχηγού της κοινότητας, η Γιάνα. Η επίθεση θα αποτελέσει την αφετηρία για την κατάρρευση του εξωτερικού κόσμου της και θα πυροδοτήσει μια εσωτερική πάλη, θα φέρει την αμφισβήτηση των δεσμών της, θα αφυπνίσει μια ανάγκη απελευθέρωσης – δίχως ίχνος ειρωνείας, σκηνή ανθολογίας η ολιγόλεπτη σεκάνς χαλάρωσης στη φύση, καίρια η σημασία της για τη σημειολογία του έργου και απαραίτητο διάλειμμα για τον χαρακτήρα και για τον θεατή.
Είναι τρομακτικός ο έλεγχος που έχει η Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι πάνω στο υλικό της. Δεν μοιάζει με ντεμπούτο το Beginning αλλά με ταινία φτασμένης δημιουργού, σίγουρης για όσα βρίσκονται και, κυρίως, όσα δεν βρίσκονται στο κάδρο της, βέβαιης για τη λειτουργία της στατικότητας αλλά και για τον κατάλληλο χρονισμό της κάμψης της – κάθε κίνηση του φακού σημαίνει κάτι και έχει ισχυρό αντίκτυπο. Οι αναφορές της είναι εμφανείς: σίγουρα η Σαντάλ Άκερμαν, τόσο θεματικά, με μια ηρωίδα που δοκιμάζεται ως πιστή, γυναίκα, σύζυγος και μάνα από τις αγκυλώσεις του δόγματος και από τη φοβέρα της πατριαρχίας, όσο και αισθητικά, με οικιακές σκηνές όπου η δυσφορία πηγάζει από την καθημερινότητα. Σίγουρα βρίσκεις μέσα στο φιλμ και τον Χάνεκε, στην κατάρτιση της mise en scène, στον σχολιασμό μέσω της παρατήρησης, στην κλινική καταγραφή της σκληρότητας, καθώς και αρκετούς δημιουργούς ακόμα – η συζήτηση μάνας και κόρης και η απρό(σ)κλητη εξομολόγηση παραπέμπουν ευθέως σε μπεργκμανικό ψυχόδραμα.
Και είναι κρίμα που με όλο το ταλέντο του κόσμου η Γεωργιανή δημιουργός νιώθει την ανάγκη να καταφύγει σε προκλητικούς καμποτινισμούς που θα συναντούσες στο σινεμά των Νοέ αυτού του κόσμου, σε μια σκηνή που, δεδομένα, θα προκαλούσε φεστιβαλικό σούσουρο αν είχε πραγματοποιηθεί κατά το πανδημικό Φεστιβάλ Καννών του 2020, όπου είχε γίνει δεκτή η ταινία. Είναι συζητήσιμη η ηθική της σκηνής όχι για την ίδια την ύπαρξή της –είναι απολύτως απαραίτητη– αλλά για τον τρόπο που στήνεται, ως set-piece, με χτίσιμο του σασπένς, παύσεις, εξάρσεις και υφέσεις και με μια παραπανίσια δόση ωμότητας, ώστε να καταστεί σαφές και στον τελευταίο θεατή τι εκπροσωπεί ο θύτης.
Τέλος, δεν μπορείς να μη σταθείς και στο φινάλε, που έρχεται με μια σκηνή πολυσήμαντη. Άραγε πρόκειται για εκδικητική φαντασίωση της ηρωίδας; Είναι ένας υπερβατικός επίλογος που υπόσχεται ιστγουντική δικαίωση διά του φυσικού δικαίου; Είναι κάποιας μορφής happy end, ένα ξεροκόμματο κάθαρσης μετά από ένα δίωρο ανείπωτης δυσφορίας; Εκτιμούμε πως με όσα έχουν προηγηθεί στο υπόλοιπο έργο η προκρινόμενη ερμηνεία είναι εκείνη της απορρόφησης του άνδρα και όσων πρεσβεύει από τη φύση αυτού του κόσμου, ως μέρους της.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0