Pussy Riot: Μια Πανκ Προσευχή στην Αθήνα
Fall Preview: Cinema / Το ντοκιμαντέρ των Mike Lerner και Maxim Pozdorovkin του πιο ριζοσπαστικού ροκ γκρουπ της Ρωσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Από τη στιγμή που εμφανίστηκε τον Φεβρουάριο του 2012 η ιστορία με τις Pussy Riot, οι περιπέτειες των τριών μελών του γκρουπ δεν έχουν σταματήσει να προκαλούν το ενδιαφέρον των παγκόσμιων media. Το saga της φεμινιστικής πανκ κολεκτίβας –που είχε πολύ πιο άγρια δράση πριν από την περιβόητη περφόρμανς στον καθεδρικό ναό της Μόσχας και είχε συμμετάσχει σε πολύ πιο προκλητικές δράσεις– δεν έγινε μόνο πρωτοσέλιδο και κύριο θέμα σε δελτία ειδήσεων, αλλά και ένα ντοκιμαντέρ που μονοπώλησε το ενδιαφέρον στο φετινό Φεστιβάλ Sundance (απ' όπου και έφυγε με βραβείο) και στο Φεστιβάλ Ταινιών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Οι δημιουργοί του, ο υποψήφιος για Όσκαρ παραγωγός Mike Lerner (για το Hell and Βack Again) και ο Maxim Pozdorovkin, συνεργάστηκαν στη σκηνοθεσία και προέκυψε το Pussy Riot - A Punk Prayer, μια συναρπαστική ταινία που θα προβληθεί στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Η 40λεπτη περφόρμανς, η δίκη, οι καταδίκες που ακολούθησαν, η συμπαράσταση των καλλιτεχνών σε ολόκληρο τον κόσμο και οι απόψεις τους (που είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τις δράσεις τους) παρουσιάζονται σε ένα χρονικό 90 λεπτών με σοκαριστικές στιγμές, ακόμα και για όσους γνωρίζουν καλά την υπόθεση.
«Το ενδιαφέρον μου για τις Pussy Riot προέκυψε τον περσινό Φεβρουάριο», λέει ο Mike Lerner, «όταν φωτογραφίες του γκρουπ δημοσιεύτηκαν στον λονδρέζικο Τύπο, πριν από το γεγονός στον καθεδρικό. Έχω περάσει μια ζωή κάνοντας ταινίες στις οποίες η πολιτική και η τέχνη συναντιούνται και αμέσως είδα τη δυναμική στην ιστορία τους. Μόλις έμαθα ότι είχαν συλληφθεί, ήξερα ότι έπρεπε να κάνουμε οπωσδήποτε μια ταινία γι' αυτές τις τύπισσες».
«Μεγάλωσα στη Ρωσία και πέρασα πολύ χρόνο εκεί, δουλεύοντας. Με ενδιέφεραν πάντα και αυτές και οι Voina (η εξτρεμιστική ακτιβιστική κολεκτίβα στην οποία ήταν μέλη), όχι μόνο λόγω της πολιτικής τους αλλά και της τέχνης τους. Παρακολούθησα τη δίκη και σκεφτόμουν ότι ήταν από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που είχα δει ποτέ. Μόλις μάθαμε ότι η δίκη είχε μαγνητοσκοπηθεί από τη RIA, το ρωσικό πρακτορείο, κάναμε τα πάντα για να αποκτήσουμε το υλικό που είχαν τραβήξει. Οι κάμεραμεν άρχιζαν να τραβάνε πριν αρχίσει η δίκη, όταν οι γυναίκες, που βρίσκονταν σε διαφορετικά κελιά, μιλούσαν μεταξύ τους. Ήταν απίστευτο υλικό και θέλαμε να βασίσουμε μεγάλο μέρος της ταινίας σε αυτό».
«Το μεγαλύτερο παράπτωμά τους ήταν ότι προσέβαλαν τους ανθρώπους του ναού. Είναι μεγάλη προσβολή να πλησιάσεις στο ιερό, κανείς δεν μπορεί να μπει εκεί μέσα, εκτός από τον Πατριάρχη. Ο σκοπός τους, όμως, ήταν να προκαλέσουν αντίδραση. Και όχι μόνο πλησίασαν το ιερό, αλλά μπήκαν και μέσα με γυμνά πόδια και εκτεθειμένη σάρκα» λένε για τους λόγους που προκάλεσαν όλο αυτόν το χαμό.
Στην ταινία εμφανίζονται και μιλούν οι γονείς και οι οικογένειες των κοριτσιών. «Η μητέρα της Masha ήταν πολύ διστακτική, επειδή την κυνηγούσαν πολύ οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων και είχαν γράψει πολλά αρνητικά για την οικογένειά της. Ο πατέρας της Nadia ήταν πολύ ανοιχτός και ομιλητικός. Οι άλλοι δυο γονείς αισθάνονταν πολύ άβολα που ήταν στα δελτία ειδήσεων. Ήθελαν να κρατήσουν πολύ χαμηλό προφίλ. Το συναρπαστικό με τους γονείς ήταν ο τρόπος με τον οποίο μεταμορφώθηκαν όσο εξελισσόταν η ιστορία, ειδικά ο μπαμπάς της Katia και η μαμά της Masha. Στην αρχή ήταν πολύ στενοχωρημένοι με αυτό που έκαναν οι κόρες τους και το αποδοκίμαζαν, αλλά βλέποντας πόσο υπερβολικά αντέδρασε το σύστημα, κατάλαβαν για ποιον λόγο το έκαναν και άρχισαν να τις στηρίζουν. Ο πατέρας της Katia, πριν ακόμα μάθει για την ταινία, μου είπε στην αίθουσα του δικαστηρίου ότι "υπάρχουν δύο Ρωσίες εδώ, και οι δύο πλευρές μισούν η μία την άλλη. Αρνούνται να μιλήσουν μεταξύ τους και να κατανοήσουν αλλήλους". Υπήρχε πολύ αλήθεια σε αυτήν τη φράση του».
«Θέλουμε οι άνθρωποι να εκτιμήσουν το γεγονός ότι οι τρεις αυτές γυναίκες τόλμησαν να πιστέψουν πως η τέχνη μπορεί να κάνει τη διαφορά σε τόσο μεγάλο βαθμό. Την είδαν με μη διακοσμητικό τρόπο και ήθελαν να κάνουν κάτι επαναστατικό με τη δράση τους, με πολιτικό νόημα. Και αφού το έκαναν αυτό, είχαν το κουράγιο να δεχτούν την καταδίκη τους. Μπορούσαν να πέσουν στα πόδια και να ικετέψουν για συγχώρεση, αλλά εκμεταλλεύτηκαν τη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεσή τους για να στηρίξουν τα πιστεύω τους και να τα εκφράσουν με ξεκάθαρο τρόπο».