Ο Μπερκ Πρέστον έχει όλες τις απαντήσεις. Αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν και οι εκατομμύρια θαυμαστές του, που διαβάζουν τα βιβλία του και παρακολουθούν τα σεμινάριά του πάνω στη διαχείριση του φόβου και την αιώνια αισιοδοξία. Η Ελοΐζ Τσάντλερ υστερεί λίγο στον τομέα της αυτοπεποίθησης. Είναι αυθόρμητη και χειραφετημένη, ενώ προσπαθεί να γιατρέψει την πληγωμένη της καρδιά διαβάζοντας ερωτικά γράμματα, τα οποία παραδίδει ως ανθοπώλισσα. Ο Μπερκ την πείθει να βγουν ραντεβού μαζί αλλά, για πρώτη φορά, νιώθει πως χάνει τα λόγια του. Η Ελοΐζ βλέπει πως ο Μπερκ, στον οποίο στρέφονται τόσοι άνθρωποι για συμβουλές, δεν δείχνει να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει.

Όντως, ο έρωτας θέλει τον χρόνο του, να ένα καλό ξεκίνημα για μια ταινία, που παραδίδεται στις ευκολίες μετά το πρώτο ημίωρο. Το ίδιο συμβαίνει με την Τζένιφερ Άνιστον, που καταφέρνει να περάσει τις γήινες αρετές της και να βαρεθεί μετά από την ευγενική της προσπάθεια. Κλάμα βγαίνει, το ομολογώ. Δεν μπορεί παρά να είναι συγκινητική η ομολογία της ανημπόριας μπροστά στην απόφαση να κοιτάξεις μπροστά.

Πιο πολύ με «έπιασε» η αφήγηση του Γουόλτερ, ενός από τους άνδρες που ζητάνε τη βοήθεια του γκουρού, με τον απλό και στακάτο τρόπο που τον αποδίδει ένας παραγνωρισμένος καρατερίστας, ο Τζον Κάρολ Λιντς, σε δυο τρεις σκηνές.