Όπως και στο Σικάγο, ο Ρομπ Μάρσαλ καταφεύγει στη λύση των φαντασιακών προβολών του Γκουίντο Κοντίνι, ενός πονεμένου σκηνοθέτη που έχει στριμωχτεί από πνευματική ξεραΐλα και μανίες θηλυκών καταδιώξεων. Η ταινία είναι μια σύναψη πολλών σκηνών, γι' αυτό και γίνεται απολαυστική, ρηχή, συγκινητική και γενικευτική, ανάλογα με τη στιγμή και τον ηθοποιό που καλείται να κάνει το νούμερό του. Παρά την αποσπασματική της δομή, ο Μάρσαλ καταφέρνει να τη σώσει, με οίστρο και ενέργεια, κυρίως επειδή έχει στη διάθεση του έναν συγκεντρωμένο και στιβαρό πρωταγωνιστή, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, και γυναίκες με φλογερά εγώ που σκύβουν μπροστά στη δουλειά συνόλου.

Τομή ανάμεσα στο αμερικάνικο μιούζικαλ και το πρώιμο σινεμά του Φεντερίκο Φελίνι (καλύτερα, το τέλος της πρώτης του περιόδου που σηματοδότησε το Otto e Mezzo), το Εννέα έχει μια δύσκολη αποστολή: να χωρέσει ένα σωρό ρόλους και ισάριθμους πρωταγωνιστές του σύγχρονου κινηματογράφου, σε μια ταινία με μουσική, χορό, λόγο και τραγούδια, μιούζικαλ, δράμα και κομεντί μαζί. Η μαρκίζα πολεμάει το περιεχόμενο, αλλά ευτυχώς δεν θρηνούμε θύματα. Όλοι οι καλοί χωράνε, άσχετα αν δεν είναι όλοι τόσο καλοί. Για να ξεδιαλύνουμε το μπέρδεμα των ονομάτων, στο επίκεντρο βρίσκεται ο Γκουίντο Κοντίνι, ένας πασίγνωστος Ιταλός σκηνοθέτης που έχει σπουδάσει στην Αγγλία, εμβληματικός στη χώρα του, σαν τον Φελίνι καλή ώρα. Προέρχεται από δυο αποτυχίες και ετοιμάζεται να επανέλθει με μια γκράντε παραγωγή, για την οποία δεν έχει ιδέα ως προς τη μορφοποίηση και το περιεχόμενό της.

Εκτός από το δημιουργικό του μαρτύριο, νιώθει ασφυκτικό μαρκάρισμα από τις γυναίκες της ζωής του: τη μάνα του (Σοφία Λόρεν) και τη σύζυγό του (Μαριόν Κοτιγιάρ) που απατάει με την Πενέλοπε Κρουθ. Η μούσα του (Νικόλ Κίντμαν) ανακαλύπτει πως έχει δεν έχει σενάριο και είναι έτοιμη να τον παρατήσει μετά τη γενική πρόβα. Η ενδυματολόγος και εξομολόγος του (Τζούντι Ντεντς) τον αντιμετωπίζει με συμπάθεια και αμηχανία. Μια ρεπόρτερ της αμερικάνικης «Vogue» (Κέιτ Χάντσον) του την πέφτει και η πόρνη Σαραγκίνα (Φέργκι) που επισκεπτόταν με τα φιλαράκια του όταν ήταν μικρός στοιχειώνει τις αναμνήσεις του. Ο Γκουίντο νιώθει τύψεις, ενοχές και μια έντονη αδυναμία να συντηρήσει την εικόνα που έχει χτίσει, σε μια Ιταλία που σφύζει από μια '60s ευζωία. Οι εικόνες της Ρώμης και του Πορτοφίνο μοιάζουν γραφικές, υπερβολικές στην προσπάθεια του Μάρσαλ να αναπαραστήσει τον ηλιόλουστο πυρετό της περιόδου και να φέρει μια σέξι αντίθεση στο άβουλο και άβολο πρόσωπο του Γκουίντο.

Ο άνθρωπος που δημιούργησε την dolce vita είναι σκυφτός, σκυθρωπός, μια μηχανική σκιά του ευειδούς καλλιτέχνη που επέβαλε το πολυπόθητο κοκτέιλ ελαφράδας και καλλιτεχνίας μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα. Κι ενώ όλος ο κόσμος τον συγχωρεί για τις αποτυχίες του γιατί τον αγαπάει και τον καμαρώνει, εκείνος αναλογίζεται το παρελθόν του και κρίνει ανελέητα τους συναισθηματικούς και καλλιτεχνικούς αυτοματισμούς του, απορρίπτοντας την ομορφιά της ανομίας και ατιμωρησίας που τον έκανε τόσο νόστιμο. Ο Μάρσαλ γνωρίζει πλέον πώς να βάλει σε λειτουργία τις φαντασιώσεις και να τις εντάξει σε έναν ονειρικό κόσμο που ακροβατεί μεταξύ του μυαλού και της πραγματικότητας. Το έκανε στο Σικάγο και μετέτρεψε μια θεατρική κατασκευή σε ρέον θέμα με χαρακτήρες. Στην προκείμενη περίπτωση, το εύρημα είναι πιο εσωτερικό: ενώ σε ένα δημιουργικό μπλοκ ένας συγγραφέας βιώνει την κόλαση στο σπίτι του και στη μοναξιά του κεφαλιού του, ένας σκηνοθέτης γίνεται ρεζίλι δημοσίως, μπροστά στους συνεργάτες και τους χρηματοδότες του.

Σε έναν φόρο τιμής στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, αλλά παίζοντας με κάτι που μοιάζει με Μέθοδο, ο Ντέι Λιούις πείθει για όλα αυτά, αν και ο ρόλος του είναι βασικά άχαρος και σβησμένος. Αναπαράγει ένα γοητευτικό κλισέ των '60s, τον ευειδή, ψευτάκο, γυναικά, καλλιτεχνικής φλέβας, γενναιόδωρο και μοιραίο, χαϊδεμένο Ιταλό, με μετανοημένη και ματαιωμένη νοστιμιά. Οι γυναίκες δίπλα του εξαρτώνται από το ζουμί και το ειδικό βάρος τους. Η Λόρεν και η Κίντμαν αδικούνται, η Χάντσον θυμίζει την αφρώδη ενεργητικότητα της μάνας της, η Ντεντς ρίχνει ματιές που ελέγχουν και σκοτώνουν με το γάντι (η αγνή αγάπη της δασκάλας/φίλης) και η θηλυκή ισορροπία έρχεται με τη θαλπωρή της Κοτιγιάρ και την πληθωρικότητα της Κρουθ, οι οποίες πραγματικά πάσχουν, γιατί ποθούν τον ίδιο άνδρα και πληγώνονται από την απιστία του. Η Κοτιγιάρ αποδεικνύει πως παίζει πέρα από τη γλώσσα, βγάζοντας τα συναισθήματα της από έναν άγνωστο ψυχικό τόπο (χωρίς να χρειαστεί να συντριβεί επικώς αλά Πιάφ), και η Κρουθ εναλλάσσει το χιούμορ της σπιρτόζας λαϊκιάς γκόμενας με το φλογερό ταμπεραμέντο μιας ερωτευμένης παλλακίδας. Το Εννέα δεν είναι σπουδαία ταινία - κινείται λίγο άγαρμπα και υπερδομημένα. Για καλή της τύχη, ωστόσο, και με σύμμαχο μια πληρέστατη παραγωγή, ο Μάρσαλ διαθέτει κριτήριο, αυταπάρνηση και την αγάπη για τους συνεργάτες του και το πρωτότυπο υλικό, το οποίο σκηνοθετεί με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού και όχι με την αλαζονεία ενός φτασμένου που δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του. Στην τελική σκηνή, ομολογώ πως με «έπιασε». Και κλείδωσε ιδανικά και συγκινητικά μια ψυχαγωγική εξτραβαγκάντζα, δίνοντας ψυχή στο θέαμα και ανάταση στο κολαστήριο του Γκουίντο.