Ο Ράιαν Γκόσλινγκ υποδύεται τον Νταν, έναν καθηγητή σε ένα μικροαστικό γυμνάσιο. Διδάσκει σε αγόρια και κορίτσια 13 ετών την ιστορία των ανθρώπινων δικαιωμάτων από την εποχή του εμφυλίου μέχρι τις μέρες μας. Ο Νταν απορρίπτει το ισχύον σύστημα διδασκαλίας και τα παιδιά αντιδρούν με ενθουσιασμό στην δική του προσέγγιση. Δυστυχώς γι’ αυτόν, η προσωπική του ζωή βρίσκεται σε διαρκή εκκρεμότητα λόγω του εθισμού του στα σκληρά ναρκωτικά. Όχι μόνο δεν μπορεί να ξεκόψει αλλά μεταφέρει τη συνήθειά του στις τουαλέτες του σχολείου. Η πιο δυσπροσάρμοστη από τους μαθητές του, η Ντρέι, τον τσακώνει άθελά της και τον βοηθάει, κυρίως με το να μην τον μαρτυρήσει. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια εύθραυστη σχέση που βασίζεται στην έλλειψη κριτικής στάσης, τη σιωπηλή συνενοχή και την εμπιστοσύνη. Ο ένας επισκέπτεται τη ζωή και τα προβλήματα του άλλου και γίνονται φίλοι στη μοναξιά τους. Το πρώτο καλό της ταινίας είναι ο αβίαστος τρόπος με τον οποίο ορίζει τη μοναχικότητα δύο φύσει και θέσει διαφορετικών ανθρώπων και την καθιστά δραματικά τεμνόμενη. Είναι λογικό να μην μπορούν να υπερθεματίσουν στους χώρους που κινούνται και να μην εκδηλώνονται με τα συνηθισμένα συναισθηματικά κόλπα. Η μικρή μαύρη αντιστέκεται σε ένα φτωχικό και ανέμπνευστο περιβάλλον και προσπαθεί να βρει μια γλώσσα επικοινωνίας και προσωπικής έκφρασης μακριά από την καταγωγή και τη γειτονιά της. Εκείνος, όπως όλα τα πρεζόνια, παίζει ένα διπλό παιχνίδι με τους οικείους του και βρίσκει μοναδικό καταφύγιο στη χημική εγκατάλειψη, λέγοντας ψέματα και ελπίζοντας πως θα τελειώσει το βάσανο μία ωραία πρωία. Το δεύτερο καλό είναι πως όλα αυτά δεν τον εμποδίζουν να είναι ένα καταπληκτικός μέντορας, ένας εμπνευστής και εμψυχωτής παιδιών που ενστικτωδώς βαριούνται το στάσιμο πρόγραμμα σπουδών και τσιμπάνε με λαχτάρα σε έναν φωτισμένο και άμεσο δάσκαλο. Δεν πρόκειται για αναλαμπές αλλά για έναν παράλληλο εαυτό, κοινωνικό και άκρως επικοινωνιακό, που ανατρέπει παραστατικότατα την προκατάληψη περί γκετοποίησης και ανικανότητας αυτών που δεν είναι χορτοφάγοι και δεν πίνουν Evian. Ο Γκόσλινγκ διαισθητικά εμπνέεται από το ρόλο και προσεγγίζει ανορθόδοξα και ανατρεπτικά ένα τζάνκι, σύγχρονα και εντελώς φυσικά, δείχνοντας πως ο εθισμός μπορεί και πρέπει να διαχωρίζεται από τον εσωτερικό κόσμο, τη μετάδοση της γνώσης και τις δυνατότητες επικοινωνίας, όταν ακόμη κρατιέται βέβαια σε οριακά επίπεδα. Η ερμηνεία του είναι μοντέρνα και φυσική, στην καλύτερη παράδοση του ψυχολογικού ρεαλισμού, πολύ ανθρώπινη και πειστική, και συγχρόνως ανανεώνει τα στερεότυπα που έχουμε μπουχτίσει σε ταινίες με δασκάλους ή ναρκομανείς (και τα δύο, δεν τα θυμάμαι συνδυασμένα). Από κοντά και η αποκάλυψη της χρονιάς Σαρίκα Επς, μια νεότατη ηθοποιός με μεγάλο ταλέντο ερμηνευτικής απλότητας, που μεταδίδει συγκίνηση και συναισθηματική δύναμη χωρίς να χρειάζεται να κουνιέται και να μιλάει. Στα μείον της ταινίας (η οποία ευτυχώς ξεμπερδεύει από νωρίς με τους ηθικοπλαστικούς προσανατολισμούς), μερικές σκηνές που τρενάρουν και αφαιρούν από τη δυναμικότητα και το στόχο. Αν και δεν πρόκειται για έργο πλοκής, κάποιες στιγμές αισθάνεσαι πως δεν πάει πουθενά και ξαφνικά επανέρχεται από τη στάση, χάρη στην ευελιξία και τη λεπτότητα των ερμηνειών.