Ας ξεχάσουμε τον Μάρκες, το εν λόγω μυθιστόρημα, την επιτυχία που είχε και την αγάπη με την οποία το περιέβαλε το αναγνωστικό κοινό. Έχουμε μπροστά μας μια ταινία που μιλάει για ένα μεγάλο έρωτα, αμφίδρομο και παθιασμένο. Ο κεραυνός που χτύπησε τις καρδιές του νεαρού Φλορεντίνο και της συνομήλικής του Φερμίνα διακόπηκε απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της και ακυρώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, όσον αφορά εκείνη και μόνο. Διότι ο Φλορεντίνο έμεινε συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή και για το πρώτο διάστημα δεν ήταν σε θέση να κοιτάξει καν άλλη γυναίκα - η πρώτη εμπειρία περιγράφεται ως απροσδόκητος βιασμός. Η Φερμίνα υπέκυψε στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και περπατημένου γιατρού και έφτιαξε τη ζωή της, δημιούργησε οικογένεια και εκλογίκευσε, πολύ πριν την έλευση της ψυχανάλυσης, την απώλεια του πρώτου άνδρα στη ζωή της, μια απώλεια που θα μπορούσε κάτω από κανονικές συνθήκες να την τρελάνει.

Η ταινία παρακολουθεί τους δύο πρωταγωνιστές στα μονοπάτια τους και περιγράφει με λεπτομέρειες τους ανθρώπους που τους σημάδεψαν, τις εντελώς διαφορετικές επιλογές, πάντα με φόντο την Καρθαγένη της Κολομβίας και τη δαμόκλειο σπάθη της τρομερής αρρώστιας της εποχής, τη χολέρα. Σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύθηκαν, επιζούν, αν και ο έρωτας του Φλορεντίνο, εμμέσως πλην σαφώς, παρομοιάζεται με ασθένεια, που τον τυραννάει σωματικά και του σαλεύει τα λογικά. Θα συναντηθούν όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι ελεύθερο για δράση. Όχι μόνο δεν την ξέχασε, αλλά δεν την ξεπέρασε ποτέ και το ψήγμα της ελπίδας μέσα του έμεινε ζωντανό και ενεργό, με την κινητικότητα του πνιγμένου που ψάχνει αέρα για να αναπνεύσει.

Καλά όλ' αυτά. Η ταινία έχει πρόβλημα, ωστόσο. Πολλά, με τον Μπαρδέμ να εξέχει άκομψα. Από την αρχή κιόλας, φαίνεται πως η εμφάνισή του κλωτσάει (ευτυχώς, κάποιος άλλος υποδύεται τον Φλορεντίνο στα νεανικά του χρόνια). Δεν του πάνε τα μαλλιά, δεν μπορεί να εκφραστεί σωστά στα αγγλικά, περνάνε τα χρόνια και η μεταμόρφωσή του γίνεται όλο και πιο αστεία, φτάνει να θυμίζει πότε τον Τσάπλιν και πότε τον Γκράουτσο Μαρξ, ψιθυρίζει με λεπτή φωνή, προσπαθώντας να κάνει τον «σβησμένο», αποτυγχάνει εν πάση περιπτώσει, παταγωδώς, να μεταφέρει το αίσθημα ενός ανθρώπου που καίγεται και χτυπιέται στο βωμό της έσχατης απογοήτευσης. Πρόκειται για αβόλευτο ηθοποιό και περίεργη φάτσα, που όσο μεγαλώνει δεν κολλάει εύτακτα σε όλους τους ρόλους - στη νέα ταινία των Κοέν, ας πούμε, είναι θεαματικός, γιατί ενσαρκώνει τον ξεδιάντροπο κακό.

Για να επιστρέψω στη Χολέρα, ούτε όμως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες αφομοιώνουν το βάσανο, που αυτονόητα είναι εσωτερικό, άρα και δύσκολο να εκφραστεί: η Μετσοτζιόρνο είναι λίγη και ο Μπρατ άσχετος, για να μην αναφέρω καν τον Τζον Λεγκουιζάμο στο ρόλο του πατέρα και τη Φερνάντα Μοντενέγκρο ως μάνα, υπερβολικούς στην κόντρα τους με τον περίγυρο. Ο Νιούελ ευθύνεται για όλα αυτά. Απέφυγε μεν τη βουή και την αντάρα, αλλά έφτιαξε ένα φάντασμα ταινίας, γυμνό και άτονο, όποτε δεν υποπίπτει σε φάουλ.