Περίεργη σύμπτωση: ο Άνθρωπος Ελέφαντας, μία από τις ελάχιστες «straight», μαζί με το Straight Story, ταινίες στη σουρεαλιστική φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς επηρέασε τελεσίδικα δυο Αμερικανούς ηθοποιούς στο να γυρίσουν κι εκείνοι ταινίες.

 

Και ενώ ο Μπράντλεϊ Κούπερ, ο οποίος είδε τη δραματοποιημένη ιστορία του παραμορφωμένου Ντέιβιντ Μέρικ, όταν ήταν παιδί στο σινεμά με τον πατέρα του –και μάλιστα έπαιξε τον ίδιο ρόλο, με θριαμβευτικές κριτικές, χρόνια αργότερα στο Μπρόντγουεϊ–, επέλεξε μια τελείως άσχετη παραβολή για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το A star is born, ο Κέισι Άφλεκ εμφανίζεται για δεύτερη φορά πίσω από την κάμερα με το Light of my life, τίτλος που παραφράζει την Ανδρομάχη του Ευριπίδη, την ιστορία ενός πατέρα και της μικρής του κόρης που μπλέκουν σε ένα ανελέητο, ελικοειδές κρυφτό από τους άνδρες που επιβίωσαν από μια απροσδιόριστη, τρομακτική πανδημία η οποία στοίχισε τη ζωή σχεδόν όλων των γυναικών του πλανήτη.

 

Όπως αποδεικνύει το Φως στο Σκοτάδι, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά δεν διαγωνίστηκε στο επίσημο πρόγραμμα,θα ήταν κρίμα να είχε διακοπεί η καλλιτεχνική έγνοια ενός ανθρώπου που έχει ουσία και ανησυχία και εδώ τις εκφράζει με έναν τρυφερό ύμνο στη γυναίκα μέσα από ένα σκληρό road movie.

 

Είχε προηγηθεί ένα φανταχτερό, αν και κενό ντεμπούτο, το I'm still here, αν θυμάστε, με το τρικ της ψευδοντοκιμαντερίστικης καταγραφής της απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ενός εμφανώς μαστουρωμένου, ή τουλάχιστον έτσι μας άφησε να πιστεύουμε, παρανοϊκού, εχθρικού Χοακίν Φίνιξ. Το τέχνασμα δεν έπιασε, ούτε έπεισε: ο Φίνιξ επανήλθε, δηλώνοντας πως το όλο θέμα ήταν μια σημειολογική παραβολή για τις παγίδες της βιομηχανίας του θεάματος, η ταινία ήταν κακή και, σαν να μην έφταναν αυτά, δυο γυναίκες, συνάδελφοί του, κατηγόρησαν τον Κέισι για σεξουαλική παρενόχληση και του έκαναν μηνύσεις.

 

Ο λαβωμένος ηθοποιός και σκηνοθέτης αρχικά σιώπησε, στη συνέχεια απολογήθηκε και το Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου για το Manchester by the sea χλώμιασε από το στίγμα, με την παρουσιάστρια Μπρι Λάρσον αμήχανη και αρνητική απέναντί του τη στιγμή που του ενεχείρισε το αγαλματάκι. Η καριέρα του Άφλεκ σάστισε, αλλά δεν ανεστάλη. Σοφά ενεργώντας, αντιμετώπισε το ζήτημα ευθέως, έμαθε να ακούει και όποτε η κουβέντα, κυρίως σε συνεντεύξεις, ερχόταν στο προκείμενο, γενικά και ειδικά, αντί να αποστρέφει τα λόγια του, φαινόταν συνετισμένος και μετανοημένα υποστηρικτικός στη μεταβατική πορεία των γυναικών προς την αυτο-απενοχοποίηση, ταυτόχρονα με τη δημόσια υπόδειξη των αυτουργών.

 

Όπως αποδεικνύει το Φως στο Σκοτάδι, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά δεν διαγωνίστηκε στο επίσημο πρόγραμμα, θα ήταν κρίμα να είχε διακοπεί η καλλιτεχνική έγνοια ενός ανθρώπου που έχει ουσία και ανησυχία και εδώ τις εκφράζει με έναν τρυφερό ύμνο στη γυναίκα μέσα από ένα σκληρό road movie. Όλα ξεκίνησαν από τα παραμύθια που ο Άφλεκ έλεγε στους δυο γιους του για να τους βάλει για ύπνο. Έχοντας σχηματίσει παραβολές στο μυαλό του, άρχισε να γράφει ένα σενάριο βασισμένο στην εμπειρία αυτή. Τα παιδιά του τον απέτρεψαν στην επιλογή του φύλου, προτείνοντάς του να γυρίσει μια ταινία για έναν πατέρα και την κόρη του.

 

Το δυστοπικό φόντο είναι η ώθηση προς την περιπέτεια, μια αφορμή για ακραία κατάσταση που βοηθά την ίντριγκα και ενδυναμώνει την ένταση και το επείγον. Οι αισθητικές του αναφορές είναι, εκτός από το είδος της επιστημονικής φαντασίας που ανέκαθεν τον γοήτευε, το εμβληματικό La Jetée του Κρις Μαρκέρ και η Ίντα του Πάβελ Παβλικόφσκι. Μουντό και σχεδόν μονοχρωματικό, το Light of my life επιχειρεί μια μακριά εισαγωγή με ένα παραμύθι βιβλικό και παιδικό μαζί που λέει ο πατέρας στο κορίτσι λίγο πριν αποκοιμηθούν σε μια σκηνή, μέσα στο χειμωνιάτικο δάσος.

 

Μπορεί να είναι άλλη μια ταινία για έναν μετα-αποκαλυπτικό εφιάλτη, αλλά ο Άφλεκ κοντράρει μια απαθή αφήγηση (ενώ το πρόσφατο, οικογενειακά προσανατολισμένο Ένα ήσυχο μέρος φόρτσαρε προς όλες τις κατευθύνσεις) με την απόλυτη συνενοχή ανάμεσα στον προστάτη και το ζωοφόρο ανθρώπινο είδος προς εξαφάνιση. Το κορίτσι, κοντοκουρεμένο για να μη δίνει στόχο, αθώο, αλλά πανέξυπνο, προσεκτικό και γεμάτο περιέργεια και γόνιμες απορίες, σαστισμένο, αν και διαισθητικά ευαισθητοποιημένο ως προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει, εξαρτάται από τη μοναδική άγκυρα που του έχει απομείνει, την ίδια στιγμή που ο ενήλικος πατέρας το σκεπάζει με το τρεμάμενο βλέμμα του, θεωρώντας το φως της ζωής του, τον άσβεστο φάρο μια απλανούς πορείας προς το άγνωστο.

 

Η μικρή δεν έχει γίνει ακόμα «γυναίκα» και σε μια έξοχη σκηνή, σταθερή και γυμνά αληθινή, ο Άφλεκ της εξηγεί στεγνά, όσο γίνεται πιο πατρικά, τη διαδικασία της μητρότητας, μια και η φυσική της δασκάλα, η μητέρα της (την υποδύεται σε αποσπασματικά φλασμπάκ η Ελίζαμπεθ Μος) δεν ζει για να την καθοδηγήσει με τις κατάλληλες, καίριες λέξεις και την εγγενή κατανόηση. Σαν κυνηγοί και καταδιωγμένοι οι δυο τους περιπλανιούνται μακριά από την αδηφάγα αδιακρισία των πεινασμένων ανδρών που έχουν απομείνει, σαν κεραυνοχτυπημένα ζόμπι. Το μοναδικό μυστικό που δεν τολμά να πει στο παιδί του, ενώ ξέρει πως κάποια στιγμή πρέπει να το αποκαλύψει, είναι το τι θα πάθει αν πέσει στα χέρια τους.

 

Οι περισσότερες δυστοπικές περιπέτειες χάνουν χρόνο και νόημα στις περιγραφές και στις λεπτομέρειες, ξοδεύονται στο πλαίσιο και χάνουν στο περιεχόμενο – έτσι έγινε με το πολύ αναμενόμενο, αλλά αινιγματικά αβαθές Road του Τζον Χίλκοουτ. Το χρονικό του Άφλεκ, σπαρτιάτικο και φιλοσοφικό, μιλά για τη ζωή που ξεπηδά μετά το πένθος, για τον σπόρο που φυτρώνει χάρη στην αφοσιωμένη ανατροφή και τη σπλαχνική φροντίδα ‒ χωρίς περιττές κλάψες, σκηνοθετικά κόλπα, αχρείαστα κρεσέντι ή θεαματικές ανατροπές. Δεν έχει τόση σημασία αν ο Άφλεκ ισχυρίζεται πως κάρφωσε την κάμερά του όπως η Σαντάλ Ακερμάν στην Jeanne Dielman.

 

Ούτε καν ότι η ταινία (όντως) αναφέρεται εκτεταμένα, σχεδόν ψυχαναλυτικά, στον ίδιο, στις εμπειρίες του και τα συναισθήματά του μετά το διαζύγιο, τις προσωπικές του περιπέτειες και ενδεχομένως σε μια οδύνη που έχει επιλέξει μέχρι στιγμής να μη μοιραστεί καλλιτεχνικά – κάποια στιγμή, το κορίτσι τον ρωτάει ποια είναι η διαφορά μεταξύ της ηθικής και της δεοντολογίας και εκείνος αισθάνεται την υποχρέωση να της δώσει τον ορισμό, μάλλον για να τον εμπεδώσει ο ίδιος. Ακόμα κι αν δεν γνωρίζαμε πως την ταινία υπογράφει ο Κέισι Άφλεκ και όχι κάποιος με καθαρό ποινικό, ηθικό και οσκαρικό μητρώο, η αξία θα ήταν η ίδια.