Ο κορυφαίος συγγραφέας του φανταστικού, H.G. Wells, παραδέχτηκε πως διασκέδασε παρακολουθώντας την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματός του Ο αόρατος άνθρωπος, αλλά δεν έκρυψε τη βαθιά του απογοήτευση από τον χειρισμό του ήρωα, του επιστήμονα που τροποποίησε τον δείκτη διάθλασης και κατάφερε την εξαφάνιση της ύλης, εφαρμόζοντάς τη στον εαυτό του, γιατί, όπως έλεγε, τον μετέτρεψε σε παράφρονα.

 

Ο σκηνοθέτης του αριστουργήματος του 1933, ο Τζέιμς Γουέιλ, master της συμβολικής φρίκης τη χρυσή περίοδο των τεράτων της Universal και δημιουργός της σειράς των πρώτων Φρανκενστάιν, υπερασπίστηκε την επιλογή του, δηλαδή την τοποθέτηση ενός έκκεντρου ήρωα με αμφίβολη ηθική στα μάτια ενός κοινού που εκπροσωπεί τη λαϊκή λογική. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα, ο αόρατος Έιντριαν γίνεται απερίστροφα κακός, ένας εμμονικός stalker που δεν ανέχεται τη φυγή της εξαντλημένης φίλης του, την οποία κυνηγά ανελέητα ακόμη και μετά θάνατον, βιάζοντας και εκβιάζοντάς την σε ένα θρίλερ που ο Γουέλς θα έβλεπε με δέος ‒ και σίγουρα με τρόμο.

 

Η διαδρομή από τον φασκιωμένο Κλοντ Ρέινς των '30s ως τον υπαινικτικά παρόντα Όλιβερ Τζάκσον Κόεν του 21ου αιώνα είναι μεγάλη και στην αποτελεσματικότατη, δυναμική ταινία του Λι Γουανέλ το κέντρο βάρους πέφτει στην αγωνιώδη προσπάθεια της Σεσίλια όχι μόνο να ξεφύγει από τις κακόβουλες ορέξεις του ιδιοφυούς πρώην της αλλά και να πείσει τον καλύτερό της φίλο ότι μια σατανικών προθέσεων εκτοπλασματική οντότητα την απειλεί, αφού πρώτα πρέπει να αποδεχτεί πως η αυτοκτονία του είναι ένα παράξενο τέχνασμα, ένα εφιαλτικό υπολογισμένο πλάνο που σκοπό έχει να την παγιδέψει για πάντα σε μια φαντασματική φυλακή, αφού τη στείλει στο ψυχιατρείο.

 

Ο Αυστραλός σκηνοθέτης, που έχει υπογράψει το παραγνωρισμένο Upgrade και γράψει τα Saw για τον φίλο του Τζέιμς Γουάν, δείχνει αξιοπρόσεκτο έλεγχο των μέσων του σε ένα σχεδόν b movie/horror που ισορροπεί ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, χωρίς απαραίτητα να βαραίνει από την κληρονομιά του Dark Universe της Universal (όπου θεωρητικά ανήκει ο Αόρατος Άνθρωπος) ή να επιδιώκει βεβιασμένα να προσαρτηθεί στη νεολογία των θρίλερ με κοινωνικές προεκτάσεις και διανοουμενίστικο meta, όπως το συλλαμβάνουν ο Άρι Άστερ και ο Τζόρνταν Πιλ. Το πρώτο μισό χτίζει την πλοκή στην ψυχολογία και στην αφαίρεση.

 

Η αναστατωμένη Σεσίλια αμφιβάλλει και σχεδόν δαιμονίζεται σε σεκάνς που υπαινίσσονται παρουσία και απουσία ταυτόχρονα, σαν να συμβαίνει μια θύελλα στο ταραγμένο και ως έναν βαθμό ενοχικό μυαλό της. Όταν το ποσοστό της δικής της ευθύνης μηδενίζεται, βγαίνουν τα μαχαίρια (και οι πένες) και η Ελίζαμπεθ Μος αναλαμβάνει δράση μεγαλοπρεπώς. Έμπειρη σε χαρακτήρες θυμάτων που επιβιώνουν σε εξαιρετικές τηλεοπτικές σειρές όπως το «Mad Men» και το «Handmaid's Tale», η Αμερικανίδα ηθοποιός αριστεύει, αντιστρέφοντας τη δράση προς όφελός της, στρώνοντας έτσι τον δρόμο της χειραφέτησης για μια μοναχική ηρωίδα σε ένα σύμπαν καχυποψίας και εχθρότητας.

 

Ο Γουανέλ και η Μος γυρίζουν μαεστρικά τον καθρέφτη στον θύτη, ξεγυμνώνοντάς τον μπροστά στο κοινό, που πλέον τον παρακολουθεί πιο καθαρά όσο εκείνος εξαντλεί τα αποθέματα επιστημονικής επινοητικότητας και εκδικητικής πονηριάς. Μια ευχάριστη κινηματογραφική έκπληξη υψηλής έντασης και επιμελημένης δομής που υπηρετεί το είδος χωρίς να κάνει μασάζ στα κλισέ.