Το 1964, στο σχολείο του Σεντ Νίκολας στο Μπρονξ, ο χαρισματικός ιερέας Φλιν (Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν) προσπαθεί να ανατρέψει τα αυστηρά έθιμα διαπαιδαγώγησης. Σε αντίθεση με αυτόν, η αυστηρή διευθύντρια του σχολείου αδελφή Αλοΐσιους (Μέριλ Στριπ) πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη του φόβου και της πειθαρχίας. Οι άνεμοι της πολιτικής αλλαγής όμως φτάνουν αναπόφευκτα μέχρι την κοινότητα του Μπρονξ και το σχολείο μόλις δέχεται τον πρώτο του μαύρο μαθητή, τον Ντόναλντ Μίλερ. Όταν η αθώα αδελφή Τζέιμς (Έιμι Άνταμς) μοιράζεται με την αδελφή Αλοΐσιους την υποψία της ότι ο πάτερ Φλιν δείχνει υπερβολικό ενδιαφέρον προς τον Ντόναλντ, η σκληρή διευθύντρια ορκίζεται να αποκαλύψει την αλήθεια και να διώξει τον ιερέα από το σχολείο. Χωρίς καμία άλλη απόδειξη πέρα από τη βεβαιότητά της, η αδελφή Αλοΐσιους ξεκινάει μια αμείλικτη μάχη που απειλεί να διαλύσει την εκκλησία και το σχολείο.

Ο Τζον Πάτρι Σάνλεϊ διασκευάζει το δικό του έργο για το σινεμά και κάνει το λάθος να το μετατρέψει σε σενάριο για να αποδείξει πως είναι ικανός σκηνοθέτης, σε πείσμα του καταστροφικού του ντεμπούτου με το Ο Τζο και το Ηφαίστειο. Δεν είναι καλός σκηνοθέτης, επιχειρεί τα ξεπερασμένα λοξά κάδρα, αλλάζει ταχύτητες, πασχίζει να βρει τη ροή της κάμερας μέσα από σταθερά και εναλλασσόμενα πλάνα, αλλά ευτυχώς ο πυρήνας της Αμφιβολίας είναι τόσο μαεστρικά δομημένος που δεν κάμπτεται με τίποτε. Οι δυο αντίπαλοι είναι σοφά ορισμένοι: η αγέλαστη διευθύντρια, αντιπαθής και υστερική με τη διαδικασία της τάξης, κέρβερος του θεσμού και της συντήρησης, βρίσκεται απέναντι από το νεωτεριστή παπά, που με κοσμικό τρόπο εμπνέει την ανάγκη για τον άνεμο της μεταρρύθμισης στους αρμούς ενός τετράγωνου συστήματος. Ο Φλιν γελάει, καπνίζει, νουθετεί με τρυφερότητα. Η θέση του στο κολέγιο των αδελφών του ελέους είναι σχεδόν πολιτική. Ως ανώτερος της Αλοΐσιους Μποβιέ, την ελέγχει αλλά δεν επιχειρεί να την ξεριζώσει. Η ματρώνα της εκκλησίας απειλείται και γίνεται μέγαιρα, με το ξέσπασμα της φήμης πως ο Φλιν μπορεί να είναι και παιδόφιλος, αν και η λέξη παιδεραστία δεν αρθρώνεται καθόλου στο έργο. Το έξυπνο είναι πως η Μποβιέ δεν προκαλεί εκείνη τη ρετσινιά, αλλά ασπάζεται την υποψία της νεαρής Τζέιμς. Αντεπιτίθεται ωστόσο, σαν να επιβεβαιώνεται η σίγουρη άποψή της. Από μια ανεπαίσθητη και τελείως άσχετη κίνησή του είναι πεπεισμένη πως ο Φλιν δεν είναι ηθικά ακέραιος. Η απόδειξή της είναι η πίστη της. Ο Φλιν, από την άλλη, προσπαθεί να μεθοδεύσει την κατάρρευση του ψέματος σαν να είναι δικηγόρος ολκής. Ανάμεσα στις γραμμές, μας αφήνει να καταλάβουμε πως μπορεί και να είναι ομοφυλόφιλος. Χωρίς να έχει προβεί σε κολάσιμη πράξη, στα μάτια του Θεού είναι αμαρτωλός και το γνωρίζει. Είναι ο φορέας της πίστης μιας νέας εποχής, μιας πίστης ελαστικότερης, που σκύβει στις αδυναμίες, αλλά αφήνει το δρόμο διάπλατο στις αυθαιρεσίες και την εκμετάλλευση των παιδιών από τους ιερείς και τις ορέξεις τους.

Σε μια ιδιοφυή κίνηση κάστινγκ, η Μέριλ Στριπ αποκαλύπτεται με μεθόδους τελείως διαφορετικές από εκείνες του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν. Ανήκουν σε άλλες γενιές, άλλες εποχές, και το αντιθετικό στυλ παιξίματός τους ευνοεί την ταινία τα μέγιστα. Ο Χόφμαν παίζει πιο εσωτερικά και ουρλιάζει αμυνόμενος, ενώ η Στριπ σείεται μέσα στα ράσα της, κραδαίνοντας το σταυρό σαν φονικό εργαλείο, θυμίζοντάς μας την αφεντικίνα στο ο Διάβολος Φοράει Πράντα αλλά και την Μπετ Ντέιβις στηνΜπέιμπι Τζέιν. Το υπαινικτικό κόντρα στο θεάτρο τρόμου κρύβει μια διαστροφική πλάκα, μέσα στον χαμό των κατηγοριών και των αμφιβολιών. Η ταινία είναι μια σαφής παραβολή του πνεύματος της αλλαγής στην εποχή μετά τη δολοφονία του Κένεντι. Ο μαύρος μαθητής στην τάξη γίνεται το μήλον της έριδος ανάμεσα στη φιλευσπλαχνία της θεούσας πραγματίστριας, που τον ανέχεται γιατί είναι αρνί του Θεού αλλά και διότι της τον επιβάλλει η νομοθεσία, και στην πραγματική, παρεξηγήσιμη φροντίδα του φιλελεύθερου ιερέα, που εκφράζει το κοινωνικό αίτημα για τον τερματισμό των διακρίσεων, αρχής γενομένης από τη θεσμοθετημένη εκκλησιαστική κοινότητα.

Κι ενώ το έργο θα μπορούσε να εξαντληθεί στην απαρίθμηση των θεμάτων που θίγει και στο στρογγύλεμά τους από έναν πεπειραμένο συγγραφέα που μετέτρεψε τις γραφές του σε μια πρεστιζάτη ταινία με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, έρχεται ένα δεκάλεπτο για να δώσει πλήρες νόημα στον όρο και την υπόθεση της Αμφιβολίας. Η Βαϊόλα Ντέιβις είναι η μάνα του παιδιού, το οποίο κατηγορείται πως «πείραξε» ο Φλιν. Καλείται από την Μποβιέ για να ενημερωθεί για την ασαφή κατηγορία. Η μάνα έχει αργήσει στο μεροκάματο και οι δυο γυναίκες περπατάνε προς την έξοδο, και μαζί τους η κάμερα κατευθύνεται για μια και μοναδική φορά έξω από τους τοίχους του δράματος, με φόντο τις εργατικές πολυκατοικίες της Νέας Υόρκης. Εκεί, αργά και ξερά, η Βαϊόλα Ντέιβις εξηγεί στην άναυδη ηγουμένη τι ακριβώς σημαίνει γι' αυτήν η ενδοοικογενειακή βία, η φυσική κλίση, τα χρήματα και η δουλειά, για μια φυλή που ίδρωνε να σηκώσει κεφάλι. Η ερμηνεία αυτής της γυναίκας δεν περιγράφεται, καθώς τόσο σπάνια η αλήθεια εκφράζεται πέρα από τις λέξεις, πυκνά και σωτήρια, μέσα από το πρόσωπο και τη στάση της, την ηθική και τη σωματική. Χρόνια είχα να το νιώσω αυτό, ένα μικρό trans σε μια ταινία θεατρογενή μάλιστα, από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Υπόκλιση.