Η ιστορία της Τσεχοσλοβάκας μετανάστριας Σέλμα και του δεκάχρονου γιου της στην Ουάσινγκτον του 1964. Είναι εργάτρια, σταδιακά χάνει το φως της, δεν έχει σύντροφο, χάνει τις οικονομίες της, κατηγορείται από γείτονες και γνωστούς και βρίσκει παρηγοριά βλέποντας αμερικανικά μιούζικαλ στο σινεμά. Προλεταριακό μελό που μοιάζει με τα τούρκικα της ίδιας περιόδου σε ακρότητες πλοκής, γυρισμένο από τον Δανό Φον Τρίερ στη Σουηδία από ντόπιους με καλή αμερικάνικη προφορά, με πρωταγωνίστρια την Ισλανδή τραγουδίστρια Μπγιόρκ που δεν είχε παίξει στο σινεμά (και δεν το ξανατόλμησε), δίπλα στην οποία έπαιζε σε μικρό ρόλο η εμβληματική Γαλλίδα Κατρίν Ντενέβ, και με κερασάκι στη βαριά τούρτα εκρηκτικές μουσικοχορευτικές σκηνές: ως και 100 ψηφιακές κάμερες στήθηκαν και πυροβολούσαν και το τελικό μοντάζ έδεσε τα ζαλιστικά ξεσπάσματα στους αγρούς. Αυτό το αμάλγαμα ειδών και τόνων, που έκλεισε την τριλογία της χρυσόκαρδης ηρωίδας (όχι πως και η Grace στο Dogville δεν είναι ένα θύμα που ποδοπατείται ανελέητα από τη μοίρα και τους ανθρώπους), είναι ένα μοναδικό παράδοξο που λειτουργεί και εκπλήσσει, σαν ένα rollercoaster αδιέξοδης μαυρίλας και ανεξήγητης ευτυχίας, τιμώντας τις μεγαλύτερες αμερικανικές εφευρέσεις (το μελόδραμα και το μιούζικαλ δηλαδή, εκτός από το γουέστερν) με τον πιο βέβηλο και πονηρό τρόπο.