Βασικά ο Μποντ έχει πεθάνει, αλλά ανένηψε με απινιδωτή. Ένα τεράστιο στοίχημα, εφάμιλλο με τον τελευταίο γύρο πόκερ στην ταινία (όπου ο Μποντ καλείται να κερδίσει 140 εκατομμύρια δολάρια με ένα ποντάρισμα), δείχνει να έχουν κερδίσει αυτοί που ρίσκαραν με έναν Μποντ αλλιώτικο από τους άλλους. Απ' την άλλη, το Καζίνο Ρουαγιάλ δεν είναι μια αναμενόμενη περιπέτεια της πιο διάσημης σειράς στην ιστορία του σινεμά. Βασίζεται στο πρώτο βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ, γραμμένο το 1953, και, όπως είναι φυσικό, εκσυγχρονίζει τη δράση και τα γεγονότα, κρατώντας όμως τα βασικά στοιχεία. Ο Μποντ του Καζίνο Ρουαγιάλ βρίσκεται πολύ κοντύτερα στον πράκτορα που είχε στο μυαλό του ο Φλέμινγκ. Θα πρέπει να φανταστούμε ότι πριν τον Κόνερι δεν υπήρχε εικόνα του 007, μόνο περιγραφή του. Η επιλογή του Ντάνιελ Κρεγκ έρχεται σε αντίθεση με το χρώμα των μαλλιών και με το ύφος. Ο ξανθός και υπερμυώδης πράκτορας κάνει τα παρθενικά, και κάπως άτσαλα, βήματά του στην αντικατασκοπία και δοκιμάζει την αντοχή της Μ η οποία τον εμπιστεύτηκε, ισορροπώντας το ταλέντο του με την ανωριμότητα και την υπεροψία του. Η έλλειψη αυτογνωσίας τον οδηγεί σε απερίσκεπτες κινήσεις: βασικά, δεν υπολογίζει τις παράπλευρες απώλειες προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, αγνοώντας ότι  ο δικός του σκοπός ασαφώς και μόνο καλύπτει τον αντίστοιχο των προϊσταμένων του. Κοινώς, δεν είναι διακριτικός και λεπτός στα πρώτα του βήματα ο Μποντ δια χειρός, και δια σώματος, του πρωταγωνιστή του Μονάχου και του Layer Cake. Μπρούτος και ορμητικός, δεν θυμίζει παρά ελάχιστα τον ευέλικτο Κόνερι, τον ευειδή Μουρ και τον κλασάτο Μπρόσναν.

Θεωρούσα πως οι παραγωγοί, επιθυμώντας να εμβολιάσουν τη σειρά με μια δόση trendiness, θα έσπρωχναν την ταινία στα λερωμένα χωράφια του Bourne Identity. Δεν πήγαν προς τα εκεί. Αν και είχαν κάθε λόγο να αναθεωρήσουν πολλά στραβά. Τον τελευταίο καιρό ο Μποντ είχε βυθιστεί σε μια εξωπραγματική λογική δραστηριότητας, που δεν είχε καν στο αίμα της το στιλάτο κρυφτούλι του ψυχροπολεμικού κλίματος ή τα ευπρόσδεκτα σεξουαλικά double entendres που η λογοκρισία ενθάρρυνε τα παλιά τα χρόνια. Τίγκα στα γκάτζετ και τις παρατραβηγμένες καταδιώξεις, προσπαθούσε να σπάσει τα ρεκόρ αυτοαναφορικότητας και τεχνο-μπαλαφάρας. Η πρώτη αλλαγή που διαπιστώνουμε είναι η δυναμικότητα του Κρεγκ, η πιο ενεργή συμμετοχή του στη δράση. Σαν παγωμένο βρετανικό ισοδύναμο του Στιβ Μακουίν, ο Κρεγκ δεν διστάζει σε αρκετές περιπτώσεις να διακωμωδήσει ξερά την κομψευόμενη τεμπελιά που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του χαρακτήρα του, με πιο χτυπητή την απάντηση που δίνει σε έναν μπάρμαν για το αν θέλει τη βότκα μαρτίνι του χτυπημένη ή ανακατεμένη: «Σου φαίνεται να μου καίγεται καρφί;» λέει, και εννοεί ότι σήκωσε τα μανίκια του και έπιασε δουλειά: δεν κοιτάει - τρώει, πίνει και γκομενίζει, και μόνο παρεμπιπτόντως λύνει τα προβλήματα της χώρας του, όπως οι προκάτοχοί του. Η εξήγηση γι' αυτή τη στάση είναι ότι, ουσιαστικά, ο 007 του Καζίνο Ρουαγιάλ είναι ο... προκάτοχος. Οι επόμενοι γυάλισαν τη βιτρίνα του σικάτου δολοφόνου με τις μίνιμαλ επιλογές και τη βραδινή πόζα. Το περίφημο τσιτάτο "My name is Bond, James Bond" το προφέρει -κυνικά και επιγραμματικά- στο τέλος, όταν αισθάνεται ότι έχει κατακτήσει τον τίτλο, με τη μεγάλη συναισθηματική απώλεια που εμπεριέχει. Στην ταινία μάς προσφέρεται ως δωράκι το ψυχολογικό του τραύμα που ευθύνεται για την αδυναμία δέσμευσης και εμπιστοσύνης του Μποντ προς τις γυναίκες. Όπως πολύ έξυπνα επισημαίνουν και οι λονδρέζικοι Times, το κορίτσι του Μποντ στην ταινία δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Μποντ - απόδειξη και η σκηνή που αναδύεται επιδεικτικά με το κολλητό μαγιό από τη θάλασσα, σαν την Ούρσουλα Άντρες στον Δρ. Νο.  Η συνεργάτις και μεγάλη του αγάπη εδώ, η Βέσπερ Λιντ, δεν είναι ακριβώς μια σκύλα που τον πρόδωσε για χάρη του κακού τραπεζίτη των τρομοκρατών Λε Σιφρ, με απώτερο στόχο να σώσει τον, μπλεγμένο σε εκβιασμούς, παλιό της αγαπημένο. Μαζί της ο Μποντ περνάει από διάφορα στάδια, πρωτόγνωρα σε ποσότητα και τρυφερότητα, χωρίς περιττά μπικίνι και άκρατο μισογυνισμό. Οι διάλογοι μεταξύ Βέσπερ και Τζέιμς, αν και εμφανώς κατασκευασμένοι, είναι πνευματώδεις και γρήγοροι, με χιούμορ και νόημα. Θυμίζουν δύο μποξέρ που απολαμβάνουν τους αναγνωριστικούς γύρους και τα δίνουν όλα στο ρινγκ της κινούμενης άμμου. Αυτός ο Μποντ δεν φυλάγεται και με τα δύο του χέρια από τις γροθιές του έρωτα. Το παίζει πιο σκληρός απ' ό,τι είναι, και η απειρία του πολύ συχνά τον εκθέτει. Έτσι ευάλωτος αφενός εγείρει συμπάθειες, αφετέρου δημιουργεί έναν στροβιλισμό στην υπόθεση της ταινίας, που έτσι αποφεύγει το προδιαγεγραμμένο - γιατί το προδικασμένο δεν μπορεί να το ακυρώσει ως γεγονός. Για αρχή, μια χαρά. Υπάρχει έντονη γεωγραφική κινητικότητα, άγχος να χωρέσουν πολλά για να δειγματίσει ο νέος Μποντ στους πελάτες του, κάποια μπαλώματα στην πλοκή, αλλά και ρευστότητα στη διακύμανση του σκορ μεταξύ των κακών και των καλών. Η Έβα Γκριν είναι ο πιο ενδιαφέρων γυναικείος χαρακτήρας που μπήκαν ποτέ στον κόπο να γράψουν τα μυαλά πίσω απ' τη σειρά, η Μ αναβαθμίστηκε, ο κακός Λε Σιφρ είναι βαρετός κι ας κλαίει αίμα απ' το ένα μάτι, και το όλο ζήτημα μοιάζει με έναν Μποντ που προσπάθησε με πολλή γυμναστική και εντατική χορογραφία να ακολουθήσει τα σημάδια των καιρών και να δανειστεί από το στιλ παρόμοιων περιπετειών -όπως οι Επικίνδυνες Αποστολές - χωρίς να φτύσει τους φανατικούς. Ο Μποντ έχει πεθάνει, αλλά η αγορά τον κρατάει ζωντανό με απινιδωτή. Όσο για τον Κρεγκ, η υποψία κόντρα κάστινγκ ισχύει με αναστολή, μετ' επαίνων. Η συνέχεια θα δείξει. Με το ταλέντο του, τη βαθιά φωνή και τη σωματικότητά του κερδίζει πολλούς πόντους έναντι των προφανών επιφυλάξεων. Με το κοστούμι και τις υποκλίσεις, το λαϊκό βγαίνει από μέσα του. Παραγγέλνει ακριβό κρασί και χαβιάρι Μπελούγκα, αλλά «δεν τό' χει». Ο καλός ηθοποιός, ωστόσο, όλα τα αλέθει.