Για τον παραγωγό και εμβληματικό μεγαλοπαράγοντα της κινηματογραφικής και μουσικής βιομηχανίας Ντέιβιντ Γκέφεν, συνιδρυτή της Dreamworks, τα δικαιώματα του μιούζικαλ Dreamgirls ήταν κάτι σαν ιερή παρακαταθήκη που κληρονόμησε από το δημιουργό της παράστασης, θεατρικό σκηνοθέτη και χορογράφο Μάικλ Μπένετ. Ο Μπένετ πέθανε νωρίς, με το παράπονο πως είδε το διαμάντι στο στέμμα της καριέρας του, το Chorus Line, να ποδοπατείται στο σινεμά από τον Ρίτσαρντ Ατέμπορο, στην ατυχέστατη και άνευρη διασκευή που μύριζε 80s και Μάικλ Ντάγκλας. Με το θάρρος του σεναρίου για το Σικάγο και τη σκηνοθεσία (αλλά και δικαιότατο Όσκαρ σεναρίου) για το φοβερό Θεοί και Δαίμονες, το οποίο συμπτωματικά είχε ενθουσιάσει τον Γκέφεν, ο Μπιλ Κόντον κυνήγησε επίμονα την ευκαιρία να σκηνοθετήσει το Dreamgirls. Πολλοί προσπάθησαν αλλά κανείς δεν έκαμψε τις αμφιβολίες του θεματοφύλακα Γκέφεν. Ο Κόντον είχε δει το θεατρικό και τον είχε σημαδέψει. Θεώρησε πως μπορούσε να το μεταφέρει στο σινεμά, και το πιο πειστικό του επιχείρημα ήταν πως το πρωτότυπο είναι τόσο τέλειο που δεν χρειάζεται να αλλάξουν τίποτε. Ο Γκέφεν τσίμπησε με την ιδέα ενός δημιουργού που έδωσε κινηματογραφικότητα σε ένα στατικό και αρκετά εσωστρεφές θεατρικό μιούζικαλ σαν το Σικάγο, με το να εισαγάγει την απαραίτητη προβολή των φαντασιώσεων της Ντίξι και τη μετατροπή τους σε μουσικοχορευτικές σκηνές. Για να το λέει λοιπόν ένας άνθρωπος που τολμάει να πειράζει ένα θρύλο, και να προτείνει το σεβασμό σε έναν άλλο, κάτι θα ξέρει.

Εκεί εστιάζεται το πρωταρχικό πρόβλημα του Dreamgirls. Η ταινία, που είναι υποψήφια για 8 Όσκαρ αλλά αποκλείστηκε από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες, κράτησε τη σκηνική αφαιρετικότητα του θεατρικού, με τον Κόντον να επιλέγει να μη μεταφέρει τα τραγούδια έξω από τα πλατό. Το μεγαλύτερο μουσικό μέρος εκτυλίσσεται σε στούντιο ηχογραφήσεων και πίστες πάσης φύσεως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ας πούμε ένα ιντερλούδιο της Τζένιφερ Χάντσον στο γραφείο του «εργοδότη» και εργολάβου του φωνητικού συγκροτήματος, τον οποίο υποδύεται με αντιπαθητική νωθρότητα ο Τζέιμι Φοξ. Και επειδή οι περισότεροι δεν είναι εξοικειωμένοι με την υπόθεση του έργου, να πω απλώς πως στη διάρκεια της ταινίας συμπυκνώνεται ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της σύγχρονης μουσικής, η εντυπωσιακή γέννηση της εταιρίας Motown, από τη μήτρα της -το Ντιτρόιτ- μέχρι την απόλυτή της κυριαρχία στα τέλη των 60s και την γκλάμορ περίοδο, λίγα χρόνια αργότερα. Για μελετητές όπως ο Πίτερ Γκουράλνικ (να διαβάσετε το Sweet Soul Music και το Last Train to Memphis) και προσκυνητές της μαύρης μουσικής όλων των ηλικιών, η μουσική της Motown είναι κάτι σαν τα τηγανητά θαλασσινά για τους σκληροπυρηνικούς ψαροφάγους: τα καταναλώνεις αν δεν σου αρέσουν πραγματικά τα ψάρια. Όχι πως δεν έχουν νοστιμιά τα φρέσκα τηγανητά καλαμαράκια ή οι γόπες. Απλώς δεν διαθέτουν την επιθετική και τραχιά ειλικρίνεια του αχινού και της φούσκας, όπως αντίστοιχα η νότια σόουλ με την ωμότητά της δεν υπέκυψε ποτέ στις ουδέτερες ορέξεις του λευκού ακροατηρίου - ο Τζέιμς Μπράουν δεν ευτύχησε να δεί νούμερο ένα στους καταλόγους επιτυχιών της ποπ μουσικής, αν και στην καριέρα του δεν σταμάτησε να καρφώνεται στην κορυφή των r'n'b charts. Ο νονός και αυτουργός της εταιρείας Μπέρι Γκόρντι ήταν έμπορος αυτοκινήτων στην πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας, και ήξερε καλά την αμερικάνικη νοοτροπία. Αγαπούσε πολύ τη μουσική αλλά δεν ήθελε να τρώει τη σκόνη των λευκών που «έκλεβαν» τα τραγούδια που μανατζάριζε και τα γύριζαν σε ελαφρολαϊκό καλαματιανό, για να τα πουλήσουν μαλακά κι ωραία στους ομόφυλούς τους. Το κλειδί ήταν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, και, χρηματίζοντας τους παραγωγούς, πέτυχε να ακούγονται τα κομμάτια σε ένα ευρύ ακροατήριο, νερώνοντας τον ήχο για να μην ενοχλεί με τη μαυρίλα στο στιλ. Βέβαια, αν και η εξαγορά των dj είναι κοινό μυστικό, ο Σμόκι Ρόμπινσον πριν από ένα μήνα βγήκε και κατακεραύνωσε την ταινία, δηλώνοντας πως πλαστογραφεί την αλήθεια και βεβηλώνει τον Μπέρι Γκόρντι (σεβαστή η άποψή του, αν και άμεσα εμπλεκόμενος).

Στην ταινία, ο Τζέιμς Έρλι που υποδύεται ο Έντι Μέρφι είναι ένα κολάζ διάφορων τραγουδιστών εκείνης της περιόδου. Μοιάζει με τον Τζέιμς Μπράουν στο πομπαντούρ και τις φωνητικές ακροβασίες, στον Τζάκι Γουίλσον στο κλαμπίστικο showmanship, και φυσικά στον Σμόκι Ρόμπινσον, τον άνθρωπο που «μπροστάρισε» τις Supremes. Το συγκρότημα που τις μασκάρει στην ταινία είναι οι Dreamettes, ένα κλασικό τρίο στα πρότυπα των Marvelettes και της Μάρθα Ριβς, και των Vandellas, με γκόσπελ υπόβαθρο, σόουλ τσαχπινιά και ποπ φιλοδοξίες - όπως ακριβώς και οι Supremes. Η ιστορία λέει πως ο Μπέρι Γκόρντι ήταν αρχικά τσιμπημένος με τη φυσική αρχηγό και εξέχουσα φωνή του γκρουπ, τη Φλόρενς Μπάλαρντ, και στη συνέχεια την παραμέρισε για χάρη της Νταϊάνα Ρος, της πιο φωτογενούς από τις τρεις. Ενώ στο Dreamgirls η Μπάλαρντ-Έφι Γουάιτ αποσύρεται με πίκρα από το γκρουπ, ανασκουμπώνεται αναπτύσσοντας ένα πιο συνειδητοποιημένα κοινωνικό στιλ τραγουδιού σαν την Αρίθα Φράνκλιν, και πολεμάει με επιτυχία τον εχθρό Γκόρντι (με τη συμμαχία της αθώας Ρος), στη ζωή τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ρόδινα και τελειωμένα με happy χάπι. Η Μπάλαρντ πέθανε πάμφτωχη και άσημη, και η Ρος είναι για πάντα ένοχη στα μάτια των οπαδών του συγκροτήματος για το συμβόλαιο που υπέγραψε με τον διάβολο Γκόρντι και την εμμονή της για αυτονομημένη υστεροφημία. Μάλιστα, ενώ όλες οι παλιές καραβάνες ενώνονται με επιτυχία και σκίζουν με περιοδείες και δίσκους αναμασήματα, η dirty Diana πρόσφατα μάζεψε τις δύο Supremes που είχαν απομείνει (το αρχικό μέλος και την αντικαταστάτρια της Μπάλαρντ), αλλά ακύρωσε κακήν κακώς την τουρνέ ελλείψει κοινού.

Για τους σχετικούς με τη σόουλ ιστορία, η ταινία είναι ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι μεταμφιέσεων, αφού όλα μοιάζουν καταπληκτικά με τα γεγονότα, αλλά οι παραλλαγές αφήνουν τρύπες στο παζλ και ευνοούν τις μαντεψιές. Η συντριπτική πλειοψηφία, που δεν υποχρεούται να δώσει εξετάσεις, μπορεί να χαζέψει τα τραγούδια και τις ίντριγκες. Η υπόθεση χρησιμεύει σαν βηματοδότης της ταινίας και, μαζί με τα πολιτικά γεγονότα των 60s που ξεπετάγονται σε μονταζιακά περάσματα, συμπιέζεται σε συγχυτικό βαθμό. Για τα τραγούδια, το αποτέλεσμα είναι πολύ συζητήσιμο - και μάλλον μέτριο. Μπορεί ο ήχος της Motown να μη διαθέτει την αυθεντική ψυχή της Stax ή τις φανκιές που τελειοποίησαν οι μεταγενέστεροι, αλλά δημιουργήθηκε από ιδιοφυΐες και εκτελέστηκε από τρομερούς μουσικούς, όπως θα διαπίστωσαν όσοι είδαν το ντοκιμαντέρ Standing in the Shadows of Motown (που κυκλοφορεί και σε ελληνική εγγραφή). Τα τραγούδια που έγραψε για το θεατρικό το 1981 ο Κρίγκερ, καθώς και εκείνα που προσέθεσε για χάρη της κινηματογραφικής πλοκής, προσεγγίζουν μια μεταγενέστερη μετεξέλιξη προς το Whitney Houston-έστερο, με αποκορύφωμα το, ομολογουμένως συγκινητικό, «And I'm telling you I'm not going», που κλείνει την πρώτη πράξη και κάνει ολόδικό της η Τζένιφερ Χάντσον, όπως και 25 χρόνια νωρίτερα το οικειοποιήθηκε μελοδραματικά η Τζένιφερ Χόλιντεϊ. Η Χόλιντεϊ πήρε τότε βραβείο Τόνι, και προβλέπται πως θα ανταποδώσει με Όσκαρ φέτος η Χάντσον, σε έναν αβανταδόρικο ρόλο - τόσο φωνητικά όσο και συναισθηματικά. Η πρωτάρα Χάντσον, παρά τις τεχνικές της ελλείψεις, κερδίζει το κοινό με την ίδια άνεση που ο Έντι Μέρφι, ένας ολοκληρωμένος performer, βάζει φωτιές στην πίστα και δίνει βάθος στον Τζάκι Έρλι, έναν ερμηνευτή που στριμώχτηκε στα πάθη, το ταλέντο και την αλλαγή των ρευμάτων (εδώ προσθέστε και τον Μάρβιν Γκέι του «What's Going On» στο μείγμα των αναφορών). Η χυμώδης Μπιγιονσέ, στον άχαρο ρόλο της ντροπαλής τραγουδίστριας που σηκώνει ανάστημα και τροφοδοτεί τις φιλοδοξίες της με ματαιοδοξία και φωνητικό τσαμπουκά, εξουδετερώνει με επιτυχία το ασυμμάζευτο στιλ στο οποίο την έχουμε συνηθίσει, ξεπατικώνει με επιμέλεια τη Ρος των χλιδάτων εμφανίσεών της και των φωτογραφιών του Φραντσέσκο Σκαβούλο, αλλά δεν μας φανερώνει ποτέ τη σκοτεινιά πίσω από τις προθέσεις που υπονοεί. Αν η ταινία δηλωνόταν καθαρά σόουλ, αυτή θα ήταν και η κύρια ένστασή μου - στη διάσταση και τον ορισμό του περιεχομένου της. Ως περιγραφικό μιούζικαλ ώρες ώρες διασκεδάζει, και φυσικά εντυπωσιάζει με την άρτια μετάβασή του από το ένα νούμερο στο άλλο. Ευτυχώς, υπάρχουν και οι -πολύ πιο εύγλωττοι- σχετικοί δίσκοι.