Η μεταμόρφωση του Σον Πεν σε έναν ακυρωμένο, βαρύθυμο, καταθλιπτικό πρώην ροκ σταρ που μένει στα περίχωρα του Δουβλίνου και που θυμίζει τον Ρόμπερτ Σμιθ, τη Σούζι Σιου και τον Άλις Κούπερ είναι ένα αξιοθέατο από μόνο του -φέρει το μούδιασμα που έπεται ενός ακραίου στροβιλισμού, όπως λένε και οι στίχοι του τραγουδιού των Talking Heads, «This must be the place», που είναι και ο τίτλος του φιλμ- ο Ντέιβιντ Μπερν υπογράφει τη μουσική. Ο Πεν φοράει τη μάσκα της αποξένωσης σαν ένα παιδί που, ενώ αρνείται να μεγαλώσει, όπως όλοι οι ροκερ που σέβονται το εγώ τους, δεν μπορεί να χαρεί πλέον την ανευθυνότητα του επαγγέλματος του. Ο Σεγιέν είναι αστείος στην τραγικότητά του, ένας κλόουν συμπαθέστατος, άσχετος και άσκοπος. Ο Σον Πεν ξέρει ακριβώς πως να γίνει ένα με τον Σεγιέν και η πείρα και το ένστικτό του φαίνονται σε μία και μόνο σκηνή, όταν ρωτάει, ξαφνικά, «Why is Lady Gaga…?» και αφήνει την ερώτηση να πνιγεί, σαν κράμα κωμικού με καμπούκι. Ωστόσο, η ταινία δεν μένει στη σερνάμενη φιγούρα του Σεγιέν που ψωνίζει στο τοπικό σούπερ μάρκετ ή βλέπει εκπομπές κηπουρικής στην τεράστια οθόνη του σπιτιού του, αποχαυνωμένος και κεραυνοβολημένος σαν ούφο που μόλις προσγειώθηκε.
Το περίεργο εύρημα του πατέρα με την εμμονή στο Ολοκαύτωμα και η όψιμη απόφαση του αποξενωμένου γιου του να πάρει καθυστερημένη εκδίκηση γι’ αυτόν και να οργώσει τον τόπο για να βρει τον ναζί βασανιστή του πατέρα εξαργυρώνεται μ' ένα δεύτερο μέρος εντελώς διαφορετικό, ένα road movie με αναπάντεχη τοπογραφία, εξαιρετικά φωτογραφημένο, που τελικά επιτείνει τη διάσταση του Σεγιέν από τις ρίζες του: μόνο μέσα από μια συνεχή μετακίνηση μπορεί κανείς να κατανοήσει την ανάγκη του να κρυφτεί πίσω από μια τόσο ιδιότυπη περσόνα. Ο Σεγιέν δραπέτευσε νωρίς σε τόπους της φαντασίας για να μην υποχρεωθεί να ακολουθήσει το ιερό, συντριπτικό καθήκον του πατέρα που δεν έβλεπε πέρα από το μαρτυρικό του παρελθόν. Τον Γολογοθά του Σεγιέν διακόπτει ευχάριστα η εντελώς κανονική σύζυγός του (σαν τη λαλίστατη και αφρίζουσα σύζυγο του Όζι Όσμπορν παίζει η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, συνηθισμένη τόσα χρόνια στα ψυχολογικά ακροβατικά των αδελφών Κοέν). Το φινάλε της ταινίας είναι κάπως ασύνδετο με τον κυρίως κορμό, αλλά η ευτυχής γνωριμία του Πεν με τον Σορεντίνο πριν από μερικά χρόνια στο Φεστιβάλ των Καννών, όταν ο Αμερικανός ηθοποιός ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής και ο Ιταλός σκηνοθέτης διαγωνιζόταν με το Divo, απέδωσε με μια ταινία που δεν μοιάζει με καμία, γεφυρώνοντας το Παρίσι Τέξας με την κόλαση του Άουσβιτς και τη μακρόσυρτη ενοχή ενός ανώριμου ρόκερ με την ευρύτερη έννοια των οικογενειακών δεσμών.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0