Η Γεωργία (Νία Βαρντάλος) είναι μια Ελληνο-αμερικανίδα ξεναγός που αναλαμβάνει την περιήγηση στα αρχαιοελληνικά μνημεία μιας ομάδας τουριστών που κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν γι' αυτά, παρά μόνο για το πώς θα ψωνίσουν και θα διασκεδάσουν. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν στραβά, μέχρι που ένας ιδιόρρυθμος τουρίστας από το γκρουπ, ο Ιρβ Γκόρντον (Ρίτσαρντ Ντρέιφους), καταλαβαίνοντας ότι η ξεναγός τους έχει απογοητευτεί πλήρως από αυτούς, αποφασίζει να τη βοηθήσει ώστε να δει την αισιόδοξη πλευρά της ζωής. Της δείχνει πώς να διασκεδάσει και την οδηγεί στο να ανακαλύψει τον αληθινό έρωτα στο πρόσωπο του ήσυχου αλλά ιδιαίτερα γοητευτικού Έλληνα οδηγού του τουριστικού λεωφορείου, του Πούπι (Αλέξης Γεωργούλης).

Η μοναδική αξία της ταινίας που συνέλαβε και έγραψε η συμπαθέστατη Νία Βαρντάλος είναι η ίση απόσταση που επιφυλάσσει η κωμική της ματιά προς την ελληνική και τη αμερικανική κουλτούρα, καυτηριάζοντας ανάλαφρα το μπουλούκι και τη μάζα, από την πλευρά των «ακούλτουρων» τουριστών, απ' όπου κι αν προέρχονται αυτοί. Η διπλή της καταγωγή τής επιτρέπει, όπως και στο Γάμος αλά Ελληνικά, να κάνει πλάκα με μερικά κλισέ, αλλά, δυστυχώς, ο συγγραφικός της περιορισμός την εμποδίζει από το να εμπλουτίσει την ιστορία της με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, να ξαφνιάσει, να διατηρήσει μια συνεχή ροή ψυχαγωγίας και να αποφύγει άλλα, πολύ χειρότερα κλισέ. Για την πλοκή/πρόσχημα δεν το συζητάμε καν: είναι μια ξένη ταινία που μοιάζει με παλιά ελληνική, η οποία μοιάζει με μεγαλοπιασμένη παραγωγή.

Ο Αλέξης Γεωργούλης είναι γκροτέσκ μεταμφιεσμένος σε αγριάνθρωπο, που μεταμορφώνεται από τον έρωτα σε Ροδόλφο Βαλεντίνο. Ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους αποτελεί ένα άλλοθι εμπειρίας και αβίαστης κωμικής φλέβας που δεν αξιοποιείται - παρέχει ενέσεις σοφών αποφθεγμάτων ως συναισθηματική, εκτονωτική συμβουλή. Το φιλμ αναπόφευκτα κεντράρει στη Γεωργία. Η Νία Βαρντάλος παρουσιάζει ένα παράδοξο για κωμική συγγραφέα και ηθοποιό. Αντίθετα με περιπτώσεις όπως η Τίνα Φέι, για παράδειγμα, αρνείται πεισματικά να τσαλακωθεί σαν άνθρωπος, επιλέγοντας να αποσπάσει μια ελεήμονα, χαριτωμένη sexiness. Η σκηνή που ρίχνει το παγωτό πάνω της και στο επόμενο πλάνο βλέπουμε το λεκέ καλλιγραφικά διακοσμημένο στο πέτο του σακακιού της φανερώνει το διακαή της πόθο (κινηματογραφικά μιλάω πάντα) να παίξει την ωραία, ακόμη κι αν η ταινία είναι γραμμένη για μια κοπέλα που δεν θεωρείται πραγματικά ωραία από κανέναν, και πολύ περισσότερο από την ίδια.

Αυτή η περίπτωση έντεχνα καμουφλαρισμένου ναρκισσισμού σε δυο ταχύτητες μου φέρνει στο νου την Μπάρμπαρα Στράιζαντ στο ανεκδιήγητο φιλμ οΚαθρέφτης έχει Δυο Πρόσωπα: η Ρόουζ Μόργκαν ήταν ένα καλλιεργημένο ασχημόπαπο που είχε σύμπλεγμα με την απαξιωτική μητέρα της και κατέκτησε τον ωραίο καθηγητή που την έφτυνε για μια όμορφη, αλλά την αγάπησε για τη μεταμόρφωση της, και στο τέλος (λίγο πριν ο Φρόιντ χαμογελάσει ικανοποιημένος) του έδειξε αυτή, δηλαδή πως ήταν πιο έξυπνη και καταφερτζού απ' ό,τι πίστευε. Σε πιο απλουστευμένη μορφή, η Γεωργία είναι μια παρόμοια προβολή γυναίκας με μηδενικό δείκτη εμπιστοσύνης στον εαυτό της, που στην ταινία πλασάρεται στις καλές της γωνίες, δεν κινείται πολύ για να μη χαλάσει η φωτογένειά της και στο τέλος δυσκολεύεται, τρενάροντας την ταινία, να διαπιστώσει πόσο κανονικά όμορφη ήταν in the first place. Πέρα λοιπόν από τις προφανείς αδυναμίες του έργου, αυτός ο ψυχολογικός σταυρός κρατάει τη Νία Βαρντάλος και τον Έρωτα αλά Ελληνικάστο σημείο εκκίνησης, παρά τις φιλελληνικές, ευγενικές του προθέσεις.