Η Nόρμα, που ονειρεύεται την επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη, συναντά τον Τζο (Γουίλιαμ Χόλντεν), έναν ασήμαντο σεναριογράφο που, κυνηγημένος απ’ τους πιστωτές του, βρίσκει καταφύγιο στην έπαυλή της, υποσχόμενος να τη βοηθήσει να κάνει ένα δυναμικό comeback στο σινεμά. Αμέσως αναπτύσσεται μεταξύ τους μια σχέση εξάρτησης και πάθους, που σταδιακά θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Όταν ο Τζο θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί μια νεότερη κοπέλα, η Νόρμα θα παρασυρθεί απ’ το ερωτικό της πάθος, θα χάσει τελείως τη λογική της και θ’ αρχίσει τις σκηνές ζηλοτυπίας με έντονες συναισθηματικές εκρήξεις. Με τον καιρό ο Τζο αρχίζει να νιώθει φυλακισμένος, όμως εκείνη δεν θα τον αφήσει να την εγκαταλείψει έτσι εύκολα...

 

Έχουν γυριστεί μυριάδες ταινίες με θέμα το Χόλιγουντ, από τον εσωστρεφή μαίανδρο του αλτμανικού Player ως την ανατριχιαστική αλληγορία της Οδού Μαλχόλαντ, αλλά καμία δε συγκρίνεται με την πολυπλοκότητα, την ακρίβεια, τη διαύγεια και τη σκοτεινιά αυτής της απίστευτα μοχθηρής και δραματικής σάτιρας, ένα μελό μέσα σ’ ένα ψυχολογικό θρίλερ ακατάπαυστης σινεφιλίας (που ωστόσο εκφράζεται με κλασσικούς όρους) με επίκεντρο τον μικρόκοσμο του αμερικανικού σινεμά και τραγική ηρωίδα ένα θύμα του συστήματος που κατασκεύασε τους σταρ και, αφού τους έλουσε στη χλιδή, τους ταρίχευσε, έκθαμβους και συντετριμμένους, σ’ ένα μαυσωλείο αυταπάτης και λήθης - κάτι που ισχύει κυρίως για τις βεντέτες του βωβού, που δεν είχαν μέτρο σύγκρισης.

 

Διαβάζοντας ξανά τη seminal μελέτη του κοινωνιολόγου Εντγκάρ Μορέν Οι Σταρ (γράφτηκε το 1972 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη), το θέμα φωτίζεται καλύτερα: «Ο σταρ είναι θεός. Το κοινό τον καθιστά θεό. Αλλά το σταρ σύστεμ τον προετοιμάζει, τον διαμορφώνει, τον σμιλεύει, τον παρουσιάζει, τον κατασκευάζει. Ο σταρ ανταποκρίνεται σε μια συναισθηματική ή μυθική ανάγκη που δεν αποτελεί δημιούργημα του σταρ σύστεμ. Χωρίς το σταρ σύστεμ, όμως, η ανάγκη αυτή δεν θα εκφραζόταν, δεν θα έβρισκε τη θεμελίωσή της». Όλα και τίποτε είναι η Νόρμα Ντέσμοντ, η θεά που έζησε το Χόλιγουντ στη μεγάλη του δόξα, αλλά γέρασε χωρίς ψυχή και σέρνεται στο γοτθικό Shangri La της, που μυρίζει θανατερό πεπρωμένο. Πάσχει από μποβαρισμό: είναι μια γυναίκα που δεν έζησε απλώς το όνειρό της, αλλά ονειρεύτηκε τη ζωή της και εξακολουθεί να το κάνει. Μπέρδεψε οριστικά το φαντασιακό με την πραγματικότητα και αποσύρθηκε σαν περήφανη, βαριά σκιά - την υποδύεται η επίσης μοιραία, passé, πάμπλουτη, πεποιημένη ντίβα του βωβού Γκλόρια Σουάνσον, ως μικροσκοπική ιδιοκτήτρια μιας τεράστιας έπαυλης, σιωπηλής, απόκοσμης και γουστόζικα μουσειακής. Είναι ένα φιλμ ρομαντικής φρίκης από μόνο του.

 

Εκεί καταλήγει ο επιτήδειος σεναριογράφος που της πουλάει ένα ακόμη όνειρο, τη χίμαιρα της μεγάλης επιστροφής της, κι έτσι η ανία της μετατρέπεται σε αδημονία. Οι αναφορές της ταινίας σε υπαρκτούς, αλάβωτους ή μαρτυρικούς επιζώντες της βιομηχανίας του κινηματογράφου είναι πάμπολλες, και ενίοτε ανατριχιαστικές. Ο υπηρέτης της είναι ο Μαξ, ο Έρικ φον Στροχάιμ, με το μαστίγιο και το μονόκλ, γνωστός από τις στυλιζαρισμένα σαδιστικές του ταινίες, σ’ έναν ρόλο αντίστροφο, ως μαζοχιστής, στωικός πρώην εραστής και σκηνοθέτης της, ουσιαστικά άνεργος, χρεοκοπημένος και αφοσιωμένος δούλος στη madame του. Ο Μαξ επινοεί επιστολές θαυμαστών και τις απαντά, συντηρώντας αυτό που ο Μορέν ονομάζει «αστρική ιερουργία». Το πρόσωπό του φωτίζεται στην προοπτική μιας μεγάλης επερχόμενης ταινίας. Την αγαπά βαθιά κι επιτέλους θα τη «χαϊδέψει» ξανά με τον φακό του. Υποτιθέμενος παραγωγός του comeback ο διαβόητος μαξιμαλιστής του θεάματος, Σεσίλ Μπ. Ντε Μιλ, ο οποίος δέχεται την παλιά του ντίβα και υποδύεται πως ενδιαφέρεται γι’ αυτήν, ενώ στην ουσία δεν θέλει να την πληγώσει με απόρριψη μπροστά της.

 

Η Χέντα Χόπερ και ο Μπάστερ Κίτον παίζουν επίσης τον εαυτό τους: μια γερασμένη κουτσομπόλα με ανήσυχο βλέμμα και κουρασμένο αυτί και ο ξεπεσμένος κωμικός με το ακίνητο, πέτρινο πρόσωπο. Φιγούρες μιας εποχής που πέρασε, και η Νόρμα Ντέσμοντ είναι η μόνη που βαυκαλίζεται πως δεν πέθανε ποτέ, θεωρώντας πως οι ταινίες μίκρυναν, ενώ η ίδια παραμένει μεγάλη. Δεν είναι, ωστόσο, παρά το περίσσευμα της υπερβολής του Χόλιγουντ της jazz age, μια αμφίθυμη κι ευπαρουσίαστη μούμια που απώλεσε την εισπρακτική της δύναμη και τη δημοτικότητά της και πλέον στριφογυρίζει στον τάφο της, με ανοιχτό καπάκι, όπως βλέπουμε στην πρώτη επαφή που έχει με τον Τζο, ο οποίος έχει χάσει τον δρόμο και τον προσανατολισμό του και χτυπάει το κουδούνι της σαν ήρωας του Έντγκαρ Άλαν Πόε που οδηγείται στην αργόσυρτη σφαγή του.

 

Κι ενώ ο Μπίλι Γουάιλντερ αναρωτιόταν τι έχουν απογίνει όλοι αυτοί οι δεινόσαυροι του βωβού μέσα στις σπιταρόνες που παρατηρούσε οδηγώντας στο Μπέβερλι Χιλς, έφτιαξε την ιστορία της Λεωφόρου της Δύσης από μνήμες του παρελθόντος και τη φαντασία του, ξεκινώντας τη ρηξικέλευθη για την εποχή αφήγηση του πτώματος στην πισίνα, τον εκπρόσωπο του Νέου Χόλιγουντ που μιλάει πολύ και ρίχνει την ηθική του αν χρειαστεί ονόματι Τζο, αρσενικό και τυχοδιώκτη, ζιγκολό που πέφτει στα νύχια μιας βαμπίρ/παράφραση της υπαρκτής σταρ Νόρμα Τάλματζ, που παραμυθιάζεται, τρελαίνεται αλλά του ξεσκίζει αντανακλαστικά τις σάρκες, καθώς είναι μια γυναίκα με αποθέματα δολιότητας και ξεχαρβαλωμένα καλώδια, ένα τέρας που θυμάται τον έρωτα για τον εαυτό της μέσα απ’ το συντακτικό του ξεθωριασμένου σελιλόιντ που εκπροσωπούσε. Στις λίγες στιγμές που συναντιούνται οι ψυχές του Τζο και της Νόρμα, πέρα απ’ το συμφέρον και τον εγωισμό, ο Μπίλι Γουάιλντερ σκύβει πάνω σε δυο πλάσματα που λειτουργούν μόνο με γνώμονα την αποδοχή και την αναγνώριση, με συμπάθεια και λεπτότητα, ενώ καθόλη τη διάρκεια της ταινίας εξαπολύει μια λυσσαλέα επίθεση που προκάλεσε τη μήνι του κατεστημένου - πώς τόλμησε ο τιμημένος εμιγκρές να χέσει εκεί που τρώει με χρυσά κουτάλια; Κανείς δεν είναι σίγουρος για ποιον λόγο ο Βιεννέζος έχυσε τόση χολή, αλλά ευτυχώς που το έκανε.

 

Τι ταινία είναι αυτή! Τι αριστούργημα, μέσα σ’ ένα σκηνικό που μυρίζει παρακμή και σκουριά, επικίνδυνο και μακάβριο, με απομεινάρια που προσωρινά αναβάλλονται από τις εξωτερικές ανάσες που δίνουν ο Τζο και η λαμπερή αρραβωνιαστικιά του. Φιλμ νουάρ, μαύρη κωμωδία, πικρή σάτιρα και δράμα ολκής, η Λεωφόρος της Δύσης ανακεφαλαιώνει το χρονικό της γέννησης της ειδωλολατρείας του σινεμά και τη γεφυρώνει με τους αχάριστους εμπόρους του επιχειρηματικού ρεαλισμού, που σύντομα θα έπαιρναν τη σκυτάλη. Ο Σαρλ Ντιλέν υποστηρίζει πως το θέατρο χρειάζεται μεγέθυνση και ο κινηματογράφος εσωτερικότητα. Το στυλιζαρισμένο γκραν φινάλε της Νόρμα Ντέσμοντ στις σκάλες, κάθοδος στον Άδη, απεγνωσμένη ικεσία για αιώνια λατρεία και ύστατη συμβολική αιχμή του Γουάιλντερ, αφού έβαλε τους μπάτσους να συλλάβουν το απολιθωμένο Χόλιγουντ, είναι ένα τρομακτικό ρεσιτάλ ανθρώπινης τραγωδίας και κινηματογραφικού ψέματος. Η τελευταία πράξη μιας αξιολύπητης και αμετανόητης, που από τη faux εξπρεσιονιστική της χορογραφία προς το κοντινό πλάνο που τόσο λαχταρά υπονοείται πως ήταν μάλλον λιγότερο ταλαντούχα απ’ ό,τι νόμιζε. Άρα, η φήμη της ήταν μια κατασκευασμένη σύμπτωση και ο μύθος της, τραβεστί.

 

Ο Γουάιλντερ δεν χαρίστηκε ούτε στην τελευταία ανάσα της ταινίας αυτής. Και το θυμωμένο Χόλιγουντ τον τιμώρησε, δίνοντας τα κύρια Όσκαρ στο Όλα για την Εύα (μια υπέροχη ταινία που μιλούσε με κακία για… το θέατρο) και εκείνο της ερμηνείας στην Τζούντι Χόλιντεϊ, για μια απλώς χαριτωμένη θεατρογενή κομεντί που δεν έγινε ποτέ κλασική. Το αποκορύφωμα της ειρωνείας είναι πως στη δεκαετία του ‘80, ακόμη ακμαίος και με σώας τας φρένας του, ο Μπίλι Γουάιλντερ δεν σταμάτησε να κατηγορεί το Χόλιγουντ πως του γύρισε την πλάτη, προτιμώντας παιδαρέλια και μπαλαφάρες έναντι των καλογυρισμένων κωμωδιών και δραμάτων που εκείνος μάταια πρότεινε. Και μεταμορφώθηκε σ’ ένα χαρωπό κειμήλιο, ένα μνημείο στην πόλη που κάποτε αντιμετώπισε με περίσσιο κυνισμό, πικρός και δηκτικός, όπως οι ταινίες του.