Προς τιμήν τους, η Έμα Τόμσον, που έγραψε το σενάριο, και ο Πολ Φιγκ, που το σκηνοθέτησε, επιχείρησαν να οδηγήσουν το Last Christmas μακριά από τις αναμενόμενες ατραπούς που κρύβει το είδος, έχοντας στα χέρια τους 4 εύθυμες παγίδες, το ρομάντζο, την κωμωδία, τα Χριστούγεννα και ολόκληρο τον κατάλογο των επιτυχιών του Τζορτζ Μάικλ, για να επιλέξουν όποια λαχταρούν και πιστεύουν πως ταιριάζει στη συνάντηση της χαοτικής, απογοητευμένης Κέιτ με τον μακάριο, πάνγλυκο Τομ, ο οποίος εμφανίζεται συνεχώς στη ζωή της από το πουθενά, ειδικά όταν εκείνη χρειάζεται τη βοήθειά του.

 

Ισορροπώντας τη ζάχαρη με το δράμα και τη ρομαντική κομεντί με μια παράδοξη άρνηση να υποκύψουν στα κλισέ του είδους, δηλαδή στο σεξ, τον γάμο και τον χωρισμό, όχι απαραίτητα σε αυτήν τη σειρά, κινούνται, συχνά άτσαλα, σε μια διαδρομή που συχνά μοιάζει περισσότερο με μαίανδρο παρά με πατινάζ (υπάρχει σχετική στιγμή στην ταινία, πώς θα μπορούσε να λείπει άλλωστε;), σε μια ιστορία που διατρέχει όλα τα συναισθήματα από την απαισιοδοξία ως τη λύτρωση, αλλά δεν αποφεύγει την αμήχανη παράθεσή τους, κάτι που εμποδίζει την υπέρβαση ‒ και τη ζεστή αχλή που αυτή συνεπάγεται.

 

Ισορροπώντας τη ζάχαρη με το δράμα και τη ρομαντική κομεντί με μια παράδοξη άρνηση να υποκύψουν στα κλισέ του είδους, δηλαδή στο σεξ, τον γάμο και τον χωρισμό, όχι απαραίτητα σε αυτήν τη σειρά, σε μια ιστορία που διατρέχει όλα τα συναισθήματα από την απαισιοδοξία ως τη λύτρωση.

 

Η (αντι)ηρωίδα είναι η Κέιτ (Εμίλια Κλαρκ), μια νέα κοπέλα η οποία έχει απομακρυνθεί εδώ και πολλά χρόνια από το συγκινητικό χάρισμα της όμορφης φωνής της, αποτυγχάνει εξακολουθητικά στις ακροάσεις, αλλάζει επεισοδιακά διαμερίσματα, περιπλανιέται άφραγκη, έχει αδυναμία στον πατέρα της, αλλά εκνευρίζει συνεχώς από την αφόρητα καταπιεστική, γιουγκοσλαβικής καταγωγής μητέρα της, η οποία, απτόητη, την αποκαλεί Καταρίνα, και καταφεύγει στην εύκολη λύση του μεροκάματου στο χριστουγεννιάτικο κατάστημα του Κόβεντ Γκάρντεν, ντυμένη παράταιρα ξωτικό, με αφεντικίνα μια Ασιάτισσα σε ρόλο Αγιοβασίλη ‒ η Μισέλ Γέο σε κωμική παρένθεση από τους ηρωικά στεγνούς ρόλους της.

 

Η αναπάντεχη εμφάνιση του Τομ, ενός ολύμπια ήρεμου «φαντομά», δείχνει να την ανακουφίζει, αν και την προβληματίζει ταυτόχρονα, γιατί στο πρόσωπό του δεν βρίσκει τον κλασικό γκόμενο που έχει συνηθίσει να καταναλώνει άτακτα, άκαρδα και τυχάρπαστα τόσα χρόνια, αλλά έναν άνδρα που νοιάζεται, τρυφερό και υποστηρικτικό, μια γνήσια ρομαντική, παλιομοδίτικη ψυχή. Ανάμεσα στον Χένρι Γκόλντινγκ του Crazy Rich Asians με τη μελένια άρθρωση και την Εμίλια Κλαρκ του «Game of Thrones» με το τσαγανό survivor και την μπουλντόζα ενέργεια γεννιέται μια αρμονική σύνδεση και μέρος της χημείας τους οφείλεται στις ευδιάκριτες διαφορές του ύφους και της εμφάνισής τους ‒ ένα καλό κάστινγκ, παιγμένο με αυτοπεποίθηση και ακρίβεια.

 

Η απόβαση ενός Αμερικανού, του σκηνοθέτη Πολ Φιγκ, σε ένα αναμφισβήτητα βρετανικό περιβάλλον δεν επηρεάζει αισθητά το αποτέλεσμα, καθώς η ανθρώπινη ποιότητα του Last Christmas εκπορεύεται εν πολλοίς από την ψυχραιμία του σεναρίου της Έμα Τόμσον και τη μελαγχολία της πoπ του Τζορτζ Μάικλ. Σε κυριολεκτικούς όρους, το ομώνυμο τραγούδι του αενάως πονεμένου Μάικλ δεν αποδίδεται αυτολεξεί, αφού οι στίχοι του παραπέμπουν σε άλλο αφήγημα, αν και το πνεύμα του διατρέχει όλη την ταινία, όπως και τα υπόλοιπα τραγούδια που γενναιόδωρα εμπιστεύτηκαν οι κληρονόμοι του, συν μία από τις τέσσερις ανέκδοτες ηχογραφήσεις του, το «This is how we want to get you high», που ταιριάζει στην πλοκή και αναδρομικά τη σχολιάζει με ακρίβεια.

 

Στις καλές του στιγμές, το Last Christmas αρνείται σθεναρά να υποπέσει στα παλιά αμαρτήματα των κακών ρομαντικών κομεντί, στους αλγόριθμους του ψευτορομαντισμού και στη βεβιασμένη ατμόσφαιρα που τα Χριστούγεννα και η σώνει και καλά παραμυθένια ιστορία εκβιαστικά κραυγάζουν, καλώντας τις γυναίκες-θύματα να αναστενάζουν λιποθυμικά. Στις αδύναμες, κοντοστέκεται στο είδος που επιθυμεί να επαναφέρει στον ίσιο δρόμο και διστάζει ανάμεσα στην καθαρότητα μιας στρωτής ιστορίας και το δράμα μιας κοπέλας που τυχαίνει να το ζει μέσα στις γιορτές. Ευχάριστο συνολικά, και διαφορετικό, τοποθετεί παραπάνω εμπόδια, όπως οι κοινωνικές παράμετροι και οι βαρείς περιφερειακοί χαρακτήρες σε ένα ενδιαφέρον steeple.