Μετά την απόρριψη της ταινίας από το διαγωνιστικό τμήμα του πρόσφατου Φεστιβάλ Καννών και την έξοδο στις αίθουσες της Ιταλίας, την άνοιξη που μας πέρασε, σε δύο μέρη συνολικής διάρκειας 204 λεπτών, ο Πάολο Σορεντίνο προτείνει το Loro (που σημαίνει «Αυτοί», δηλαδή όλοι οι εκείνοι, ψηφοφόροι και πολέμιοι, που καθρεφτίζονται στον Μπερλουσκόνι), τη φαντεζί βιογραφία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, σε ένα τελικό μοντάζ 150 λεπτών, ενσωματώνοντας δύο βασικούς άξονες σε ένα ενιαίο «αφήγημα».

 

Ο επτάψυχος πρωθυπουργός που δίχασε όσο κανείς στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, μέχρι να καταφθάσει φυσικά ο διεκδικητής του επίμαχου τίτλου, και πνευματικά ομογάλακτός του Ντόναλντ Τραμπ, παρουσιάζεται μετά την εκλογική του πτώση ως ένας ενίοτε κουρασμένος, αλλά ποτέ ηττημένος άνδρας, με εκρηκτικές αναλαμπές παρακμιακού ηδονισμού και επιχειρηματικής διαύγειας, όπως σε μια καταπληκτική σκηνή, όπου σηκώνει το τηλέφωνο και ακονίζει την παλιά του τέχνη στα μεσιτικά, πουλώντας, εν είδει πλασιέ, μια βίλα που δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί, σε μια αρχικά απαθή πελάτισσα, ψήνοντάς την μαεστρικά.

 

Ο Τόνι Σερβίλο κρατάει ψηλά τους τόνους (και παχύ το μακιγιάζ) με μια σύνθετη ερμηνεία που άλλοτε επιχειρεί μίμηση και συνήθως ψάχνει τη μοναξιά πίσω από τη σιγουριά, αλλά, πέρα από το νήμα της βιογραφίας μιας συγκεκριμένης περιόδου στον ταραχώδη βίο ενός επικίνδυνου γητευτή, ο συνδυασμός του κιτς και της πολυτέλειας, το λουτρό της γυμνής γυναικείας σάρκας και η βύθιση της ιταλικής κοινωνίας σε μια αυτοκαταστροφική απληστία είναι εικόνες δανεισμένες από την πιο σαφώς πιο συμπαγή Τέλεια Ομορφιά.