Η ένατη ταινία μεγάλου μήκους του Τζαφάρ Παναχί, που μαθαίνουμε πως πρόσφατα αποφυλακίστηκε από τις Αρχές του Ιράν, διαγωνίστηκε και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο 79ο Φεστιβάλ Βενετίας ερήμην του.

 

Όπως έχει κάνει ξανά στο παρελθόν, ο σκηνοθέτης ερμηνεύει μια παραλλαγή του εαυτού του, διατηρώντας το ονοματεπώνυμό του, αυτήν τη φορά ταξιδεύοντας σε ένα χωριουδάκι κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Κινηματογραφώντας τις παράλληλες ιστορίες δυο νεαρών ζευγαριών που αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα, το πρώτο τη φυγή της κοπέλας από τη χώρα και την παραμονή του άνδρα παρά τη θέλησή της, και το δεύτερο μια ένωση που οι οικογένειες δεν εγκρίνουν, βρίσκει το μπελά του με τα πλάνα και τις φωτογραφίες κόντρα σε προκαταλήψεις και φόβους, τις αντιστάσεις μιας μικρογραφίας της οπισθοδρομικής κοινωνίας και, φυσικά, τις αρχές που παραμονεύουν σε κάθε του βήμα.

 

Παρά τις ευγενείς του προθέσεις και τον αντάρτικο χαρακτήρα του (αν και είναι πλέον παράξενο πώς είναι τόσο κοινό μυστικό σε όλους, εκτός από τους μονίμως ενοχλημένους κήνσορες, πως ο Παναχί εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες!), το «Αρκούδες δεν υπάρχουν» επαναλαμβάνεται και μέσα στη θεματική του αλλά και στη γενικότερη φιλοσοφία του δημιουργού του. Η μοναδική προσθήκη εδώ είναι η αμφισβήτηση της ίδιας του της δουλειάς: όπως και ο Σπίλμπεργκ στο συγκριτικά εξωγήινων κυβικών Fabelmans αναρωτήθηκε για τη συμβολή του κινηματογραφιστή στην αντικειμενική αλήθεια, έτσι και η ταλαίπωρη εκδοχή του Παναχί, που ούτε WiFi δεν μπορεί να πιάσει στις μακρινές εξοχές, προσπερνά τον συνήθως συμπαθή πρωτευουσιάνο με την κάμερα και επιμένει σε έναν δημιουργό περισσότερο απασχολημένο με τα δικά του ζητήματα παρά με τον κόσμο που τον περιβάλλει, και τον οποίο υποτίθεται πως νοιάζεται και συμπάσχει μαζί του. (Η ομφαλοσκόπηση, ως κριτική παραδοχή ανθρώπινης αδυναμίας).