Στην αρχή της ταινίας η Τζάσμιν, η κεντρική ηρωίδα, επισκέπτεται μέντιουμ, αναζητώντας αν στο μέλλον θα προστεθεί και μια κόρη στην πενταμελή οικογένειά της, που αριθμεί ήδη τρεις γιους – ζωή να ’χουν. Το μέντιουμ τής μηνύει ότι δεν βλέπει κορίτσι στης μοίρας της τα γραμμένα κι εκείνη πεισμώνει. Είδε, βλέπετε, μια κόρη στο όνειρό της και θα την αποκτήσει πάση θυσία, σε πείσμα συζύγου και τέκνων, παραβλέποντας οικονομικές και στεγαστικές δυνατότητες, ερχόμενη σε σύγκρουση με το ίδιο της το ριζικό – στο μυαλό των δημιουργών η αρχική σκηνή θέτει ένα ακόμα εμπόδιο στα σχέδιά της. Κι αφού ο σύζυγος διαφωνεί, θα στραφεί στη λύση της υιοθεσίας.

 

Πρόκειται για μια ταινία που επιδοκιμάζει τον τρομερά εγωιστικό κεντρικό της χαρακτήρα, που λογαριάζει τα κοντινά πλάνα για ψυχογράφημα, που θα διαβάσει την επίτευξη του σκοπού της ηρωίδας ως θρίαμβο, ως μια προσωπική νίκη, διαιωνίζοντας, άθελά της, εκείνη την τρομερά ενοχλητική πεποίθηση ότι ένα παιδί συνιστά απόκτημα και συγκαταλέγεται στα κατορθώματα του γονιού, με όσα αυτή συνεπάγεται για τον τρόπο μεγαλώματός του. Βάζουμε έναν αστερίσκο, σε περίπτωση που η υιοθεσία ισοδυναμεί με στίγμα για τη ναπολιτάνικη κοινωνία, οπότε αίρεται όχι το άδικο αλλά ο καταλογισμός της τελικής στάσης των δημιουργών.

 

Τέλος, η επιλογή να ανατεθούν οι ρόλοι στους πρωταγωνιστές της αληθινής ιστορίας –περί τέτοιας πρόκειται– αποδεικνύεται ολέθρια. Ας μην ξεχνάμε ότι το σινεμά είναι (και) τέχνη προσώπων. Αλίμονο, αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται μόνο όμορφα πρόσωπα, απαιτεί όμως πρόσωπα με ένα σχετικό κινηματογραφικό ενδιαφέρον, με έναν στοιχειώδη μαγνητισμό, αν θέλεις. Κι αυτό δεν το λησμονούσαν ούτε οι πρωτοπόροι του νεορεαλισμού, ρεύματος επίσης ιταλικού και εμφανώς αγαπητού στο δημιουργικό δίδυμο.