Ενώ ο Κουέντιν Ταραντίνο ουδέποτε, όπως κάποιοι πιστεύουν, επιχείρησε νουάρ ή νεο-νουάρ στην καριέρα του, προτιμώντας να δημιουργήσει σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα για το σινεμά, με τον δικό του τρόπο ασφαλώς, ο Ρόμαν Πολάνσκι κατόρθωσε το αδύνατο, δηλαδή να φτιάξει ένα συμπίλημα των ιστοριών με ντετέκτιβ που προηγήθηκαν τη δεκαετία του '30 και να συνθέσει μια ευρύτερη καταγραφή του τόπου και του χρόνου (το Λος Άντζελες των '40s), χωρίς ίχνος νοσταλγίας και ευθείας αναφοράς στις πηγές.

 

Το βραβευμένο με Όσκαρ σενάριο του Chinatown από τον Ρόμπερτ Τάουν θεωρείται κλασικό και από αρκετούς μελετητές το τελειότερο στην ιστορία του σινεμά, γιατί μπερδεύει μοναδικό τον κατασκευασμένο μύθο με τη διεφθαρμένη πραγματικότητα της πόλης, όπου «πολιτικοί, άσχημα κτίρια και πόρνες κερδίζουν τον σεβασμό αν αντέξουν στο χρόνο», όπως υποδεικνύει το μεγάλο αφεντικό, ο Νόα Κρος του Τζον Χιούστον, και προσφέρει ένα αξέχαστο, πολεμικό και ερωτικό πορτρέτο δύο μοναχικών ψυχών, του μάγκα και τεμπέλη λαγωνικού Τζ. Τζ. Γκίτις, που χώνει τη (χαραγμένη από τον σκηνοθέτη) μύτη του εκεί που δεν πρέπει, και της μοιραίας, ευάλωτης, υπολογισμένα απελπισμένης και αμετάκλητα τραυματισμένης Έβελιν Μάλρεϊ, της γυναίκας που τον προσλαμβάνει για αντιπερισπασμό, ίσως και για να τον προκαλέσει να ανακαλύψει τον χειρότερό της εφιάλτη, δηλαδή ποια πραγματικά είναι και τι έχει συμβεί στη ζωή της.

 

Η ταινία του 1974 ξεπερνάει πανηγυρικά το genre της, ψυχαγωγεί, προβληματίζει και ανατριχιάζει, από την αξέχαστη μελαγχολία του μουσικού θέματος του Τζέρι Γκόλντσμιθ μέχρι την κρίσιμη σκηνή της σοκαριστικής αποκάλυψης του διαβρωτικού ρόλου του πατέρα και, φυσικά, το γκινιόλ φινάλε ‒ μια ιδιοφυώς μετατοπισμένη, πικρή αρχαιοελληνική τραγωδία στις παρυφές του Χόλιγουντ και, αναγκαστικά, η τελευταία ταινία της αμερικανικής περιόδου του Πολωνού σκηνοθέτη.