Οι event προβολές της ταινίας «Οne piece film: Red» πριν από έναν μήνα μάζεψαν αρκετό κόσμο, όπως λέγεται, και έτσι ακόμα μία μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων, βασισμένη σε γνωστό anime, καταφθάνει στις ελληνικές αίθουσες. Με έναν τίτλο που επαναλαμβάνει δύο φορές τη λέξη «super» και υπερτονίζει το εμπορικά ύψιστο κινηματογραφικό αγαθό της εποχής, τον υπερήρωα, θα έλεγες ότι οι παραγωγοί της ταινίας το παρακάνουν στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν όσο περισσότερο κόσμο γίνεται.

 

Στην πραγματικότητα η ταινία, παρά τη γρήγορη σύνοψη της μυθολογίας του «Dragonball» στην εισαγωγή, απευθύνεται αποκλειστικά στους φαν, περιλαμβάνοντας διαρκή κλεισίματα του ματιού και αναφορές, τις περισσότερες από τις οποίες ο υπογράφων δεν μπόρεσε να πιάσει, έχοντας χάσει κάθε επαφή με το franchise για πάνω από δύο δεκαετίες. 

 

Ο σατανικός Ματζέντα επιχειρεί να αναστήσει τον Στρατό της Κόκκινης Κορδέλας και επιστρατεύει τον εγγονό του δόκτορος Τζερό, που έχει ανάλογο ταλέντο στην παρασκευή ανδροειδών, ο Πίκολο και ο Γκόχαν, μαζί με λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, επιχειρούν να τον σταματήσουν, ενώ το «μεγάλο όνομα» εμφανίζεται λίγο αργότερα, όπως στις λαϊκές πίστες. Το σκίτσο τιμά τη χειροποίητη όψη στον σχεδιασμό των χαρακτήρων, αλλά είναι εντελώς ψηφιακό, στρογγυλεμένο και οφθαλμοφανώς πιο απλό στο background, γεννώντας μια ενδιαφέρουσα αντίθεση, μέσω της οποίας δίνεται έμφαση στους (υπερ)ήρωες και τη μυθολογική τους διάσταση.

 

Κατά τα άλλα, αν είσαι ορκισμένος οπαδός του «Dragonball», έτσι κι αλλιώς ξέρεις ότι «πρέπει και μπορείς» να βρεθείς στην αίθουσα. Αν δεν είσαι και βρεθείς τυχαία, θα αναρωτιέσαι ποιοι είναι όλοι αυτοί οι μυστήριοι τύποι που τσιρίζουν και θα βρίσκεις παρηγοριά στις σποραδικές (και παραδοσιακές για το franchise) ενέσεις χιούμορ και στις ρετρό καρατιές – τόσο ρετρό, που χρησιμοποιήσαμε τη λέξη «καρατιές» για να τις περιγράψουμε.