Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, το ψυχρό νουάρ Το Εργοστάσιο, ο θεματικά συνεπής και τεχνικά πάντα άρτιος Ρώσος σκηνοθέτης Γιούρι Μπίκοφ πραγματεύεται με ρεαλιστικούς όρους την απαγωγή ενός ολιγάρχη, ο οποίος έχει αγοράσει για ψίχουλα ένα παλιό σοβιετικό εργοστάσιο και αποφασίζει να το οδηγήσει σε πτώχευση, αφήνοντας τους εργάτες του μεροκάματου και της ανέχειας στο έλεος μιας ούτως ή άλλως σκληρής μοίρας, χωρίς ελπίδα υλικής αποζημίωσης ‒ «και τι θα δουλειά θα κάνουμε, θα γίνουμε πωλητές σε σούπερ-μάρκετ», αναρωτιέται ένας από αυτούς, λίγο μετά τα κακά μαντάτα που ανακοινώνει με περίσσιο σαδισμό το πρωτοπαλίκαρο του Καλούγκιν, ένας βλοσυρός αρχισεκιουριτάς, πρώην στρατιώτης και βασικός ανταγωνιστής του πρωταγωνιστή.

 

Οι ετερόκλητοι παραβάτες του νόμου, όχι όμως της ηθικής, παγιδεύονται στον δυσοίωνο, ψυχρό εργοστασιακό χώρο, ενώ οι σωματοφύλακες και η αστυνομία έχουν ειδοποιηθεί και περικυκλώσει τους απαγωγείς και το αφεντικό. Οι εργάτες ζητούν λύτρα για τον πολύτιμο όμηρό τους. Γιατί δεν έχουν τίποτε να χάσουν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Με ένα σχήμα ανθρώπων που είναι χαμένοι από χέρι, ο Μπίκοφ αναπτύσσει μια παραβολή της μετασοβιετικής Ρωσίας, που μετά την κατάρρευση ξεπουλήθηκε κυνικά, και εστιάζει στους ιδεολογικά εξαθλιωμένους και κοινωνικά σκόρπιους χαρακτήρες που συναποτελούν τον άλλοτε κραταιό πυρήνα της, το περίφημο προλεταριάτο. Και καταφέρνει, μετά την προηγούμενη καλλιτεχνική επιτυχία του, τον Ηλίθιο, να προχωρήσει τον προβληματισμό πέρα από το κλισέ της διαφθοράς, περισσότερο με εσωτερική πλοκή.