Όταν ο Ταϊρίς Γκίμπσον γυρίζει στον Λούντακρις και τον ρωτά, με τη συνήθη αφέλειά του, πώς είναι δυνατό, μετά από όσα έχουν περάσει, τα μύρια δυστυχήματα, τις παράτολμες κινήσεις στο κενό, τα παρά τρίχα ραντεβού της παρέας με τον άλλο κόσμο, να μην έχουν πάθει τίποτα, ούτε σοβαρό τραύμα (ούτε καν αμυχή, απ’ ό,τι φαίνεται), διερωτώμενος αν είναι θέμα τύχης, ο ισόβιος συνοδοιπόρος του τον γειώνει απότομα: «Α, είσαι ηλίθιος». Κάπου εκεί η νύξη ρεαλισμού, ως υπαρξιακή παρένθεση σε μία από τις εμπορικά αποδοτικότερες κινηματογραφικές σειρές στην ιστορία, κλείνει με ένα ακόμη άδοξο χιουμοράκι. (Roman +Tej = Timon +Pumbaa)

 

Διότι υπάρχουν κι άλλες περιπέτειες που αψηφούν την αληθοφάνεια, και μάλιστα συστηματικά. Ο Μποντ, ο Μπορν και ο Χαντ φλερτάρουν με την καταστροφή, ρισκάρουν με αυτοθυσία, δίνουν τα ρέστα τους σαν να μην υπάρχει αύριο, αλλά με μια μεγάλη διαφορά: οι 007, τα «Bourne Identity» και οι «Επικίνδυνες Αποστολές» δεν είναι ταινίες που αρχίζουν και τελειώνουν με κορόνα στο κεφάλι τους την οικογένεια και την πολύτιμη σημασία της. Μετά τις αρχικές, άτσαλες, αλλά σίγουρα πιο αυθεντικές εκδρομές του στο υπογάστριο του διεθνούς υποκόσμου, ο Ντόμινικ Τορέτο γυροφέρνει την ιδέα της μόνιμης συνταξιοδότησης, προτείνοντας την πιο σοβαρή από τις δυο-τρεις εκφράσεις/πόζες που είναι ικανός να πάρει μπροστά στην κάμερα, γιατί όλο αυτό το λούνα παρκ της παρανομίας που καλείται να ξεπαστρέψει φαντάζει ασήμαντο μπροστά στα τρυφερά λογάκια του γιου του και την ήρεμη σιγουριά της συντρόφου του. Ακόμη χειρότερα, το F9 επικεντρώνεται στο παρελθόν, διότι τα νήματα της συμφοράς κινεί από εκδικητικότητα και απωθημένο κόμπλεξ κατωτερότητας ο μικρότερος αδελφός του, ο Τζέικομπ. Μήλον της έριδος, ένα μυστικό που χωρίζει τους Τορέτο και σχετίζεται με τη μοιραία κούρσα του πατέρα τους, την τελευταία διαδρομή στην πίστα, που σκιάζει ανεπανόρθωτα τον δεσμό αίματος και επηρεάζει δραματικά, ή τουλάχιστον θα ήθελε, την ένατη συνέχεια των Μαχητών των Δρόμων.

 

Στο διά ταύτα, η συναινετική αδελφή των οργισμένων παλιόπαιδων, ένας κακομαθημένος γιος ολιγάρχη που θέλει να ξεπεράσει κι αυτός τον δικτάτορα μπαμπάκα του, μια «χακτιβίστρια» που αποδεικνύεται οδηγός για βραβείο και ένα φάντασμα από τα παλιά, που όλοι θεωρούσαν εδώ και χρόνια τελειωμένο, εμφανίζονται σε μια παταγώδη οικογενειακή βεντέτα, το πρόσχημα ενός στόρι που γαρνίρεται με σκηνές δράσης αναμενόμενα εξωφρενικές. Και πάλι η αντίθεση με τους κλασικούς και κλασάτους (ο καθένας με τον τρόπο του) ήρωες δράσης είναι η παντελής έλλειψη χάρης και γούστου. Απουσιάζουν τα κοστούμια, τα μαρτίνι, τα διπλά υπονοούμενα, οι γρίφοι, μια συνείδηση που ξεπερνά το αλφάβητο της βασικής ενοχής και λύτρωσης, οι αλλαγές προσώπων έστω, ή ο Πολ Γκρίνγκρας, με τη στέρεη επαφή με τον κατασκοπικό ρεαλισμό και τη ρεβιζιονιστική ανανέωση του είδους, αισθητικά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά. Οι «Μαχητές» διατηρούν το χρόνιο απωθημένο του ανταγωνισμού με τις περιπέτειες υπερηρώων. Μας βάζουν να τους φανταζόμαστε ως μασκαρεμένους εξωγήινους που, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα αποκαλυφθούν, γιατί αλλιώς δεν γίνεται να βγαίνουν αλώβητοι από τέτοιες αποκοτιές. Οι υπετρομπαρισμένοι Τορέτο, άλλωστε, πλησιάζουν το στεγνό κόμικ style σε εκφορά λόγου και σωματική διάσταση, όσο κι αν προσπαθούν να αντλήσουν συναίσθημα για τις αμαρτίες και τη λύση που κρυφά επιζητούν, έστω την ύστατη στιγμή. Κι όταν, σε προηγούμενο επεισόδιο, αυτοκίνητα έπεφταν από τον ουρανό και αναπαύονταν με άνεση στα φιλόξενα οδοστρώματα, περιμέναμε μια πειστική απάντηση στο «Moonraker», δηλαδή μια βόλτα στο Διάστημα, κάτι που εδώ συμβαίνει, ευτυχώς με περιπαικτική διαδικασία δράσης, φυσικά από το απαραίτητο δίδυμο της κωμικής ανακούφισης.

 

Οι «Μαχητές των Δρόμων» έχουν τόσο πολύ ξεπεράσει τις λογικές συνάψεις, ακόμα και το φάσμα της αυτοπαρωδίας, που σταματούν κάθε αντίρρηση και παγώνουν κάθε αντίδραση. Είναι στον κόσμο τους, παίζουν χωρίς αντίπαλο και τρέχουν με χίλια, μαρσάροντας για τους φαν που δεν τους κάνει καρδιά να αποχωριστούν το, παιδοψυχολογικά μιλώντας, πρωκτικό στάδιο. Οι σεκάνς δράσης μοιάζουν με στοίχημα σε έναν πλειστηριασμό κασκάντας, και μάλλον το κερδίζουν από τον πρώτο γύρο ‒ ο Τζάστιν Λιν είναι στο τιμόνι και δεν θέλει να χάσει στα σημεία. Στα πιτς, δηλαδή τις λίγες σκηνές ανάπαυλας, ο διάλογος δεν αντέχει σε κριτική και τα λόγια είναι περιττά. Το μοναδικό πιθανό ελαφρυντικό μιας τέτοιας ταινίας, αν, ας πούμε, παραδινόταν με αυταπάρνηση και γενναιότητα στην κωμωδία, υπονομεύεται από τον χλιαρό και επαναλαμβανόμενο μελοδραματισμό. Ο πυρηνικός συντηρητισμός του F9 λειτουργεί ως συντομογραφία που το εμποδίζει από το πλήρες παρανάλωμα. Γι’ αυτό και το καθιστά τόσο ενοχλητικά βαρετό, ως προϊόν που πασχίζει σε κάθε ευκαιρία να ξεπεράσει τις μονόχορδες, αυτοαναφορικές υπερβολές του. Το να επισημαίνει το «Screen Daily» πως η σειρά έχει αρχίσει να χάνει λίγη από τη φρεσκάδα της είναι ένα εξαιρετικά ευγενικός τρόπος για να πει πως έχει κάψει φλάντζα.

 

Οι επίτιμοι καλεσμένοι απλώς παρευρίσκονται στην τελετή. Η Έλεν Μίρεν πατά γκάζια και τραβά λεβιέ ταχυτήτων σαν να απολαμβάνει ένοχα τη συμμετοχή της στο εξωπραγματικό όνειρο, στη συνάντησή της με τον «αγαπημένο της Αμερικανό», τον Ντομ, η απαθώς αινιγματική Cipher/Σαρλίζ Θερόν μετρά ανάποδα την ώρα και τη στιγμή που θα υποδυθεί ξανά την πραγματική Φουριόζα, αν και στο μεταξύ μας κερνά ένα καμαρωτό περπάτημα, με την ατελείωτη κορμοστασιά της να παρελαύνει τσαντισμένη, ενώ ο Τζέισον Στέιθαμ ξεφυτρώνει σαν φευγαλέο επιδόρπιο, για να μας (υπεν)θυμίσει τη δρομολογημένη συνέχεια. Διότι θα υπάρξει σίκουελ.

 

Η παλιά αφίσα του Τσε στην Αβάνα ακόμη ανεμίζει με απορία…