Όταν στα πρώτα λεπτά του έργου ο κεντρικός χαρακτήρας, μια νεαρή καλόγρια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αποδίδει την κακοποιητική συμπεριφορά της μητέρας της σε δαιμονισμό, πιστεύεις ότι θα παρακολουθήσεις μια ταινία για τη θετική λειτουργία της θρησκευτικής πίστης, δηλαδή εκείνη του μηχανισμού εκλογίκευσης συμπεριφορών και καταστάσεων που μας πλήττουν – κοινώς, είναι ευκολότερο να δεχτούμε ότι η μανούλα μάς φέρεται φριχτά επειδή την έβαλε ο Σατανάς παρά επειδή η ίδια είναι φριχτή μανούλα. Eπειδή, όμως, πρόκειται για multiplex-άδικη ταινία εξορκισμού, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες για να προβλέψεις ότι κατά πάσα πιθανότητα η μαμά θα είναι όντως δαιμονισμένη και το παραπάνω θέμα θα αφορά την ταινία ελάχιστα. 

 

Το εύρημα μιας σχολής εξορκισμού από μόνο του θα μπορούσε να δώσει μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή στη γνώριμη συνταγή, ενώ εκείνο μιας εξορκίστριας με χάρισμα υπέρτερο των αρσενικών ομολόγων της, η οποία πιστεύει στον εξαγνισμό μέσω της συναισθηματικής φροντίδας και μεριμνά και για το σώμα πλην της ψυχής, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει «επανάσταση» για το υποείδος. Θα μπορούσε, αν τελικά κι αυτό της το χάρισμα δεν ήταν συνυφασμένο με μια ιδιότητα όχι απλώς συνδεδεμένη με τη γυναικεία φύση αλλά και (προ)απαιτούμενη, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, επικυρώνοντας τον συντηρητισμό του θεάματος.

 

Κατά τα άλλα, επειδή το κοινό της ταινίας για τρομάρες ενδιαφέρεται, τα jump scares έρχονται με σχεδόν μηδενικό build-up και κάκιστο timing, σε βαθμό που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι θα κοψοχολιάσουν θεατή οποιασδήποτε ηλικίας που έχει δει έστω και δέκα ταινίες τρόμου στη ζωή του. Α, και αν κάτι πραγματικά χρήζει εξορκισμού μέσα στο Prey for the Devil, δεν είναι το παιδάκι που μιλά σε ακατάληπτη γλώσσα ή οι ενοχές των δαιμονισμένων που άνοιξαν την πόρτα της ψυχής τους στον Βελζεβούλη αλλά το επίμονα κακό CGI.