Το σινεμά έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές την καλόγρια ως φιγούρα τρόμου. Η πιο αθώα εξήγηση αυτής της συνήθειας είναι ότι πηγάζει από το σύνηθες μοτίβο της αντιστροφής στο είδος: κοινώς, κάτι αγνό παρουσιάζεται ως δαιμονικό. «Αν απειλούμαι και από εκείνα που θεωρώ εκ προοιμίου καλά, δεν είμαι πουθενά ασφαλής», είναι η σκέψη που περνά φευγαλέα από το μυαλό του θεατή κι έτσι ο τρόμος διογκώνεται. Και γιατί θεωρούμε τις καλόγριες καλές εξαρχής, θα ρωτήσετε. Επειδή ο χριστιανισμός είναι βαθιά ριζωμένος στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού πολιτισμού, ειδικά στις καθολικές χώρες, συνεπώς ένας εκπρόσωπος της ιεροσύνης ταυτίζεται αυτομάτως με το Καλό, θα σας απαντήσουμε.

 

Έπειτα, το ράσο καλύπτει όλο το σώμα και όλο το κεφάλι μιας καλόγριας, πέρα από το πρόσωπο, έτσι δεν έχουμε ιδέα τι μπορεί να κρύβει μέσα του – ένας λόγος που οι καλόγριες κάνουν θραύση και στο ερωτικό σινεμά, μα αυτό αφορά άλλο κείμενο. Γιατί, όμως, μας τρομάζουν μόνο οι καλόγριες και όχι οι ιερείς, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν τελειωμό τα σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων από τους δεύτερους; Μήπως η ιδέα μιας γυναίκας που, έστω και στο όνομα του Κυρίου, αρνείται να εκτελέσει το βασικό της καθήκον στα μάτια μιας πατριαρχικής κοινωνίας, εκείνο της εκπλήρωσης της ερωτικής επιθυμίας και της αναπαραγωγής, απομακρύνεται τόσο από τον κανόνα, ώστε να μας φαίνεται αδιανόητο και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάτι κακό τρέχει με τη συγκεκριμένη γυναίκα; Ή μήπως απλώς την τρέμουμε επειδή, όταν ήμασταν παιδιά, μας έλεγαν ότι αν δεν φάμε όλο μας το φαγητό, θα έρθει να μας πάρει η καλόγρια;

 

Την Καλόγρια του διευρυμένου σύμπαντος του Conjuring, πάντως, πέρα από τους παραπάνω λόγους, τη φοβόμαστε και επειδή γνωρίζουμε ότι είναι δαίμονας ‒ ο Βάλακ με το όνομα. Σχετικό είναι το κατά πόσο τη φοβόμαστε δηλαδή. Στο Conjuring 2 την τρέμαμε, ειδικά σε ένα set-piece ικανό να σε κάνει να αλλάξεις βρακί, εκείνο με τη σκιά και τον πίνακα – ο Τζέιμς Γουάν έχει μελετήσει τα Ghost Stories for Christmas του BBC, το εύρημα το δανείστηκε από ένα χαρακτηριστικό επεισόδιό τους, και δεν είναι το μόνο. Αρκούσε ένα κακό spin-off, ώστε ο τρόμος να δώσει τη θέση του σε μια άλλου τύπου αποστροφή στη θέα της Καλόγριας από εκείνη που επιθυμούσαν οι δημιουργοί, καθώς και στην ανία.

 

Τα καλά νέα με αυτό το sequel του spin-off, που ανήκει στο διευρυμένο σύμπαν του Conjuring ‒δεν ξέρουμε αν πρέπει να χαιρόμαστε που πλέον δεν χρειάζεται να διευκρινίσουμε αυτή την πρόταση– είναι ότι αποτελεί σαφή βελτίωση σε σχέση με την πρώτη ταινία αλλά και με τις προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη Μάικλ Τσάβες για το franchise, δηλαδή το τρίτο Conjuring και την Κατάρα της Γιορόνα. Τη Γιορόνα οι παραγωγοί την απέβαλαν πρόσφατα από το διευρυμένο σύμπαν με δηλώσεις τους, κι ας συμμετείχε στα δρώμενα ο παπάς από την πρώτη Annabelle, ίσως επειδή αποτελούσε ό,τι χειρότερο έχουμε δει σε στουντιακό τρόμο την περασμένη δεκαετία. 

 

Τα κακά νέα είναι ότι η βελτίωση συνοψίζεται σε μια απλή εγκράτεια στη βαβούρα και στα jump scares, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, και σε μια πριμοδότηση του χειροποίητου εφέ έναντι του ψηφιακού – ευτυχώς, γιατί όταν παρεμβαίνει το τελευταίο, η κατάσταση γίνεται τραγική. Κατά τα άλλα, εξαιρουμένης της καταπληκτικής σκηνής με τα περιοδικά, οι ιδέες λείπουν, η πλοκή είναι συνηθισμένη και προσχηματική, ενώ κεντρικό θέμα δεν υπάρχει, παρά μόνο η πρόθεση να λειτουργήσει η ταινία ως γέφυρα με το τέταρτο Conjuring, που φαίνεται ότι θα αποτελέσει κάτι σαν το «Endgame» του εν λόγω διευρυμένου σύμπαντος. Δυστυχώς, θα το σκηνοθετήσει και πάλι ο Μάικλ Τσάβες και όχι ο πρωτεργάτης Τζέιμς Γουάν. Και για να καταφέρει ο πρώτος να χωρέσει στα παπούτσια του δεύτερου, θα πρέπει να σημειώσει όχι μικρή βελτίωση αλλά τρομακτική πρόοδο.