Μας αρέσει η ανεκδοτολογία, μας αρέσει η χολή, μας αρέσει και ό,τι ικανοποιεί τον μικρό τραμπούκο που κρύβουμε μέσα μας και ενίοτε αναλαμβάνει το πηδάλιο – σε κάποιους με μεγαλύτερη συχνότητα και οδηγώντας τους σε «μέρη» όπου δεν θα έπρεπε ποτέ να βρεθούν.

 

Ο Πολ Ντεσανέλ, που υπηρέτησε για κάτι λιγότερο από επτά μήνες ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1920, είναι γνωστός στη Γαλλία ως ο παλαβός που αποκοιμήθηκε στο παράθυρο ενός τρένου, έπεσε στις ράγες και τον έψαχναν.

 

Λιγότερο γνωστές είναι οι ιδέες που πρέσβευε. Ήταν ενάντια στη θανατική ποινή και το απέδειξε εμπράκτως – αν και βραχύβια η θητεία του, κατά τη διάρκειά της δεν θανατώθηκε ούτε ένας κατάδικος. Πίστευε στην ψήφο των γυναικών, πίστευε επίσης ότι οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν θα έπρεπε να επιβάλλουν τόσο σκληρούς όρους στους ηττημένους Γερμανούς, γιατί αυτό θα προκαλούσε διόγκωση της έντασης αντί για εκτόνωση – το τελευταίο χαρακτηριστικό ελέγχεται για την ιστορικότητά του, είναι καταγεγραμμένο όμως πως ο Ντεσανέλ ήταν πασιφιστής. 

 

Στην ταινία του Ζαν-Μαρκ Περφίτ, που ξεκινά με το ανέκδοτο για το οποίο ο Ντεσανέλ είναι γνωστός, παρακολουθούμε ουσιαστικά μια σύγκρουση μεταξύ αυτού και του ηττημένου των εκλογών, του τέως Προέδρου Κλεμανσό, τον επονομαζόμενο «Τίγρη», δηλαδή μεταξύ της συντήρησης και του φιλελευθερισμού. Μέσα από έναν ευφορικό τόνο που δεν υποστηρίζεται από ένα σενάριο ανάλογου (και του δέοντος) κωμικού πληθωρισμού, ο Γάλλος σκηνοθέτης επιχειρεί να κοιτάξει πίσω αλλά και πέρα από την ιστορία – γι’ αυτό και ξεκινά από το προαναφερθέν ανέκδοτο.

 

Όχι, ο γαλλικός τίτλος δεν αναφέρει τον έναν «Τίγρη» και τον άλλο «Πρόεδρο» ώστε να αντιστραφεί ο στόχος της ανεκδοτολογίας. Ο Περφίτ θέλει να δείξει ότι οι ευγενείς ιδέες υπερβαίνουν τα πρόσωπα και τις όποιες αδυναμίες των εκπροσώπων τους και μοιραία(;) κάποτε θα κατατροπώσουν και τη χολή και τους «τραμπούκους». Για τον Περφίτ κάθε «Πρόεδρος» οφείλει να λειτουργεί ως θεματοφύλακας αυτών των ιδεών, αλλιώς θα γίνει κι αυτός ακόμα ένας «Τίγρης», πάντα στο πλαίσιο της παρούσας δραματουργίας, όχι της ιστορικής δικαιοσύνης και ακρίβειας.