Η «Φλόγα που τρεμοσβήνει» σίγουρα δεν είναι από τις πρώτες ταινίες που σκέφτεσαι ως προτεινόμενες θερινές προβολές. Πρόκειται για μια πολύ μαυρόψυχη και σκληρή ταινία που γεννήθηκε από μια κρίση ηλικίας του Λουί Μαλ. Ο τελευταίος είχε κλείσει τα τριάντα, ένιωθε χαμένος και βρήκε έμπνευση στο μυθιστόρημα του Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, το οποίο εκσυγχρόνισε.

 

Ως πρωταγωνιστή του επέλεξε τον Μορίς Ρονέ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στο παρελθόν, δίνοντάς του ρόλο ζωής. Ο αδυνατισμένος για τις ανάγκες της ταινίας Γάλλος ηθοποιός υποδύεται τον Αλέν, έναν αλκοολικό συγγραφέα που έχει θεραπευτεί, αλλά παραμένει στην κλινική απεξάρτησης και έχει πάρει την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του.

 

Στην ταινία παρακολουθούμε το τελευταίο του εικοσιτετράωρο, κατά το οποίο, μέσα από μια σειρά συναντήσεων και συζητήσεων, μοιάζει να αναζητά μια αιτία (και όχι αφορμή) για να συνεχίσει να ζει. «Θέλω κάτι να μου συμβεί, αλλά δεν ξέρω τι», λέει στον γιατρό του. Οι άνθρωποι που συναντά είναι αποστασιοποιημένοι. Ενώ φαινομενικά έχουν «προχωρήσει» στη ζωή τους και κάποιοι από αυτούς έχουν πληρώσει το (μεσο)αστικό ιδανικό, στα μάτια του Αλέν εξακολουθούν να νοσούν.

 

Ίσως εκείνο που τους διαχωρίζει από τον ήρωα να είναι μια επιφανειακή νοηματοδότηση μέσω του lifestyle τους, ίσως απλώς ότι στάθηκαν πιο τυχεροί από αυτόν, ίσως γι’ αυτούς ήταν ευκολότερο να αποδεχτούν τον μεγάλο και σκληρό αποχωρισμό της νιότης. Ο τελευταίος είναι επώδυνος ακόμα κι αν δεν τον βιώσεις μέσω της μετάβασης του περίγυρού σου σε επόμενο στάδιο ή κάποιου πρώιμου τραγικού γεγονότος, αλλά επιλέγοντας να μη σε ενοχλεί, θα τον βιώσεις όταν αρχίσει η σωματική φθορά. Ο ήρωας αρνείται ή μάλλον αδυνατεί να συμφιλιωθεί με αυτόν.

 

Ο χρόνος στην ταινία διαστέλλεται, βρίσκεται σε συνάρτηση με τον τρόπο που τον βιώνει ο χαρακτήρας. Το εικοσιτετράωρο μοιάζει να διαρκεί μια αιωνιότητα. Όταν τελικά ο Αλέν κάνει πράξη τις σκέψεις του, σχεδόν ανησυχείς ότι θα γίνει μια επανεκκίνηση και θα ξαναζήσει(ς) την ίδια μέρα, φοβάσαι πως όλο αυτό που παρακολούθησες δεν εκτυλίσσεται στο πραγματικό Παρίσι, αλλά σε ένα Παρίσι πολλά μέτρα κάτω από τη γη, που σχεδιάστηκε ειδικά για τον Αλέν, ώστε να φέρει «κολασμένη» τιμωρία.

 

Ναι, στο φινάλε ο ήρωας αυτοκτονεί, στερώντας από τον εαυτό του το δικαίωμα μελλοντικών επιλογών – δεν βρίσκουν όλοι οι υπαρξιστές φιλόσοφοι πανηγυρικό χαρακτήρα στην αυτοκτονία. Τίποτα πανηγυρικό δεν έχει η πράξη του για τον Μαλ άλλωστε. Καμία επιβράβευση δεν επιφυλάσσει ο Γάλλος σκηνοθέτης στον χαρακτήρα. Είναι μια πράξη που πραγματοποιείται λόγω μιας κατάστασης ή, πιο σωστά, μιας αίσθησης. Μιας αίσθησης ιδιωτικής, αλλά κοινής, συνήθως καλά κρυμμένης, την οποία ο Μαλ κατάφερε να μεταφράσει κινηματογραφικά και να αποδώσει πειστικά στο πανί, χωρίς να καταφύγει στην εικαστική πρόκληση ή στην καλλιγραφία της απόγνωσης.