Στον Εικοστό μου αιώνα δυο δίδυμες, χαμένες για χρόνια, επιβιβάζονται στο ίδιο τρένο. Στην Ψυχή και στο σώμα δυο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους μοιράζονται το ίδιο όνειρο. Στην Ιστορία μιας γυναίκας μου υπάρχει ακόμα μία από εκείνες τις συμπτώσεις που βρίσκουμε στο σινεμά της Ίνλντικο Ενιέντι, που το φέρνουν λιγότερο κοντά στη συνδεσιμότητα του ανθρώπινου γένους και τον ντετερμινισμό των σεναρίων του Γκιγιέρμο Αριάγκα και περισσότερο κάπου μεταξύ μιας arthouse εκδοχής μαγικού ρεαλισμού και της κισλοφσκικής ποίησης.

 

Για την Ενιέντι, άλλωστε, το υλικό και το πνευματικό συνυπάρχουν, δεν μπορείς να τα διαχωρίσεις. Υπάρχει μια αντίστοιχη σκηνή στην αρχή της τελευταίας της ταινίας, της Ιστορίας της γυναίκας μου. Ο ήρωας, ένας καπετάνιος σε εμπορικό πλοίο, βρίσκεται σε παριζιάνικο καφέ με έναν φίλο και συνεργάτη του και του δηλώνει ότι θα παντρευτεί την επόμενη γυναίκα που θα περάσει την πόρτα του καφέ. Ε, και μετά μπαίνει η Λέα Σεϊντού, από τις μαγνητικότερες εκπροσώπους της σύγχρονης γαλλικής υποκριτικής, η οποία δέχεται αδιαμαρτύρητα να τον παντρευτεί με το που κάθεται στο τραπέζι της και της το προτείνει.

 

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ούγγρου Μίλαν Φουστ και χωρισμένη σε επτά κεφάλαια, η ταινία της Ενιέντι, περισσότερο και από μια ιστορία αγάπης και ζήλιας, είναι ένας αγαπητικός αποχαιρετισμός στην (λιγότερο τοξική, για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους) πατριαρχία, ειπωμένος μέσα από την υποκειμενική ματιά του καπετάνιου, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τη γυναίκα απέναντί του, έρχεται αντιμέτωπος με τον τρόπο που μεγάλωσε και έχει τη διάθεση να ακούσει.

 

Αυτή ακριβώς η αγαπητική στάση της Ενιέντι σε μια εποχή που προτιμάται η πολεμική, καθώς και οι εμφανείς λογοτεχνικές καταβολές του εγχειρήματος και η πιο «ακαδημαϊκή» γραφή έφεραν (πολύ άδικα) ολέθριες κριτικές στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, ακόμα ένα σημάδι μιας μόνιμης παθογένειας της κριτικής, εκείνης της αξιολόγησης μιας ταινίας με γνώμονα το αν πληροί μια σειρά από (σε πρώτη φάση αισθητικά) κριτήρια που «οφείλει να έχει» εφόσον προβάλλεται σε ένα μεγάλο φεστιβάλ ‒ η γνωστή επωδός «τι δουλειά έχει η τάδε ταινία στις Κάννες», που δεν υπολογίζει ότι το κοινό της ταινίας δεν θα τη δει στις Κάννες, ούτε και το αφορά ιδιαίτερα αν συμμετείχε εκεί, παρά την πιο «mainstream» φύση της.

 

Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας φαίνεται ακριβώς γιατί η Ενιέντι μοιάζει να αισθάνεται πιο άνετα όταν αφήνεται στις συνήθεις ποιητικές της εξάρσεις παρά όταν επιχειρεί αγνό, γραμμικό αφηγηματικό σινεμά, ενώ τα σπαστά αγγλικά είναι ένα πρόβλημα, έστω κι αν ήταν επιλογή της σκηνοθέτιδας με κριτήριο την αυθεντικότητα – όπως μας ανέφερε όταν τη συναντήσαμε, τα αγγλικά δεν είναι η μητρική γλώσσα των χαρακτήρων κι αυτό ήθελε να φαίνεται στο φιλμ. Ωστόσο, η καλαισθησία του αποτελέσματος και η πάγια ενσυναισθητική στάση της δημιουργού είναι προτερήματα που σχεδόν εξαλείφουν τις (υπαρκτές) αδυναμίες.