Στο πρώτο πλάνο της «Μπαλάντας της λευκής αγελάδας» είναι φανερό πως η ηρωίδα δεν έχει επιλογές: βλέπει για τελευταία φορά τον σύζυγό της, τον Μπαμπάκ, σε μια φυλακή της Τεχεράνης, λίγο πριν εκτελεστεί. Κλαίει γοερά και συναισθάνεται βουβά πως πρέπει να κρατήσει για τον εαυτό της τη λύπη, εν μέρει ατιμασμένη, ως σύζυγος ενός εγκληματία.

 

Κι ενώ η Μίνα (την υποδύεται η Μάριαμ Μογκαντάμ, που συν-σκηνοθέτησε την ταινία) φροντίζει την επτάχρονη κωφή κόρη της, η οποία διασκεδάζει παρακολουθώντας συνεχώς ταινίες, απολύεται από τη δουλειά της, εκδιώκεται από το σπίτι της και αντιμετωπίζει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, μαθαίνει κάποια στιγμή από κρατικό λειτουργό πως ο άντρας της κατηγορήθηκε εσφαλμένα, δεν διέπραξε ποτέ φόνο, οι πραγματικοί δράστες συνελήφθησαν και, εκτός από την ηθική συγγνώμη, θα λάβει οικονομική αποζημίωση για το μεγάλο λάθος.

 

Ο αδελφός του συζύγου της την πιέζει να μετακομίσει μαζί του. Εκείνη υποπτεύεται άλλου είδους πίεση και προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο πεθερός της, μάλλον για να καρπωθεί με τον γιο του μέρος των χρημάτων. Ο κίνδυνος να χρηματίσουν αξιωματούχους και να την εκβιάσουν, παίρνοντας μακριά της την κόρη της Μπίτα, είναι ορατός, όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας άνδρας, ο Ρεζά, μοναχικός και θλιμμένος, που ισχυρίζεται πως ήταν φίλος του συζύγου της. Χωρίς να της προσφέρει κάτι απτό, δείχνει συμπάθεια και τρυφερότητα.

 

Στην πραγματικότητα είναι ένας από τους δικαστές που πλανήθηκαν και καταδίκασαν τον Μπαμπάκ σε θάνατο, χωρίς φυσικά να γνωρίζει την αλήθεια. Ο συναισθηματικά απομακρυσμένος γιος του τον κατακρίνει, αποδοκιμάζοντας έναν άνθρωπο που κάποτε σεβόταν και πλέον τον βλέπει να υποτάσσεται στην απάνθρωπη και δυσλειτουργική στάση ενός ολόκληρου καθεστώτος.

 

Η Μπαλάντα της λευκής αγελάδας ξεκινά με τα βασικά στοιχεία του ιρανικού νεορεαλισμού, με σπαρτιάτικη κίνηση της κάμερας, λιτή καλλιτεχνική διεύθυνση, απουσία μουσικής και μπόλικη γραφειοκρατία. «Οι χήρες, οι ιδιοκτήτες σκύλων και γατών και οι πρεζάκηδες απορρίπτονται», εξηγεί στη Μίνα ένας υπάλληλος σε μία από τις πολλές υπομονετικές υποβολές αιτήσεών της με τη βαριεστημένη τυπικότητα ενός γραφιά που δεν ξεχωρίζει τη χωρισμένη από τη χήρα.

 

Η θέση της στην κοινωνία (σε μια δυσάρεστη συγκυρία με τον φετινό εορτασμό της Ημέρας της Γυναίκας αλλά και τις σύγχρονες διεκδικήσεις) είναι επίσημα και κοινωνικά υποβαθμισμένη: οι συγγενείς και φίλοι τής υπενθυμίζουν τη μοίρα της, καθώς πίσω από την εύλογη προτροπή να συνεχίσει τη ζωή της μετά από όσα συνέβησαν κρύβεται το παντοδύναμο θέλημα Θεού.

 

Το δεύτερο μισό εξελίσσεται σε ψυχολογικό δράμα με αποχρώσεις θρίλερ. Η προσέγγιση της Μίνα από τον Ρεζά συμπληρώνει την αμοιβαία απώλειά τους, μια εκατέρωθεν παραμυθία με διαφορετικά κίνητρα, και αναπτύσσεται με λεπτό δραματουργικό σασπένς γιατί ο άνδρας βρίσκεται και πάλι σε πλεονεκτική θέση ως ακούσιος αυτουργός, «χτυπημένος» από τις πράξεις του και ανήμπορος να αποκαλύψει τους λόγους που τον έφεραν κοντά της. Οι τύψεις του συναντούν την ανάγκη της για δικαιοσύνη. Η Μίνα διατηρεί την αξιοπρεπή στωικότητα σε όλη τη διάρκεια της αναζήτησής της, ενώ με τον τρόπο της υποδεικνύει τα κενά του συστήματος.

 

Η σκηνοθετική κριτική ματιά, αν και έμμεση, δεν παύει να είναι σκληρή. Τις μοναδικές στιγμές που η Μίνα παρεκκλίνει από τη σταθερή συμπεριφορά της, όταν βάζει κραγιόν, κλαίει ή απομακρύνει το μαντίλι από τα μαλλιά της, κάτι αλλάζει, συμβαίνει μια δραματική καμπή, που τελικά δικαιολογεί την επιγραμματική εισαγωγή της ταινίας. «Και να θυμάστε τότε που είπε ο Μωυσής στον λαό του “o Αλλάχ προστάζει να θυσιάσετε μια αγελάδα” κι εκείνοι είπαν “μας κοροϊδεύεις”».

 

Το εδάφιο από το Κοράνι συνοδεύει η εμφάνιση μιας λευκής αγελάδας και συμπληρώνει ένα (κρίσιμο) ποτήρι γάλα. Η θυσία μιας αθώας ψυχής επιτυγχάνεται διά της βίας και η βιβλική παραβολή δεν σημειώνει πουθενά πως ένας άνδρας ησυχάζει μόνο με την εκδίκηση.