«Η ιστορία ενός πτώματος που γνώριζα όταν ήταν ζωντανό και το πώς κατέληξε να γίνει πτώμα». Έτσι ξεκινά την αφήγησή του ο Αλέξ, σε πρώτο πρόσωπο, ταραγμένος, ένοχος και λυπημένος, πριν μας μεταφέρει πίσω στον χρόνο, στην απαρχή της επεισοδιακής γνωριμίας του με τον Νταβίντ, ένα απόγευμα που δεν προμήνυε την καταιγίδα – κυριολεκτικά. Σε μια συνηθισμένη βαρκάδα, λίγο έξω απ’ την παραλία του Τρεπόρ στη Νορμανδία, ο 16χρονος δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για την ξαφνική αλλαγή του καιρού, ώσπου ο Νταβίντ, ως άλλος ιππότης, τον έσωσε από τα κύματα, και μια σπίθα αμέσως άναψε ανάμεσά τους. 

 

Πολυδιάστατος και απρόβλεπτος δημιουργός, που γνωρίζει εξαιρετικά τους κώδικες του σινεμά με το σκηνοθετικό τους όνομα, ο Φρανσουά Οζόν εδώ δανείζεται τη ρομαντική ένταση του Αντρέ Τεσινέ και την ξεπλυμένη ραστώνη του Ερίκ Ρομέρ – καλοκαίρια με τεταμένους έρωτες, άρρητα quid pro quo κι εκείνη την υπερβολή που μόνο η νεότητα εξαπολύει. Από τα baggy παντελόνια και τα αμάνικα μπλουζάκια, ως τις Bananarama, τους Cure και το «Sailing» του Ρόντ Στιούαρτ, που ο Αλέξ χορεύει ονειροπολώντας στην ντίσκο, αποκομμένος από το ταίρι του, τα '80s του Οζόν (ναι, πρόκειται πλέον για ταινία εποχής, παρά τη γλυκιά εγγύτητα της δεκαετίας στο σήμερα) ξεχειλίζουν από ένα anything goes που του ταιριάζει στη διασταυρωμένη κινηματογράφηση που επιχειρεί.

 

Αναδρομικά η παθιασμένη ιστορία αγάπης διακόπτεται από συνεχείς αιχμές για κάτι σκοτεινό και, όπως διαγράφεται, μοιραίο. Γρήγορα, ξεχνάμε το φινάλε που έχει προαναγγείλει ο Αλέξ στην εναρκτήρια σεκάνς, γιατί δεν γνωρίζουμε τι είδους ειδύλλιο θα προκύψει.

 

Ο Νταβίντ έχει σαφώς το πάνω χέρι, εξουσιάζει τη σχέση με την αλήτικη ανεμελιά ενός Τζέιμς Ντιν της γαλλικής επαρχίας, ουρανοκατέβατου και ερωτεύσιμου στα μάτια του αρχικά επιφυλακτικού Αλέξ, που φειδωλά μοιράζει την εμπιστοσύνη του – δεν είναι πολυγαμικός, ούτε μετακινείται εύκολα άπαξ και εγκατασταθεί συναισθηματικά. Μια νεαρή Αγγλίδα, που κάνει κι εκείνη διακοπές, αποσπά την προσοχή του 18χρονου και η ζήλια δίνει σύντομα τη θέση της στην απειλή.

 

Στο μεταίχμιο της εφηβείας με τη σοβαρότητα μιας προοπτικής, η pop λιακάδα συγκρούεται με το cruel summer ενός θρίλερ με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς. Ο Οζόν ανακαλεί συχνά την ατμόσφαιρα του Les Amants Criminels, μιας από τις πρώιμες ταινίες του, κάνοντας εντελώς δική του την πρωτότυπη πηγή που εδώ διασκευάζει, το μυθιστόρημα Dance on my Grave του Έινταν Τσέιμπερς, που έχει δηλώσει πως, ενώ τον καθόρισε όταν το πρωτοδιάβασε, έπρεπε να περιμένει για  να ωριμάσει ώσπου να το μεταφέρει στο σινεμά.

 

Η προηγούμενη ταινία του ήταν το Grâce à Dieu, και δεν θα μπορούσε να απέχει θεματικά και υφολογικά περισσότερο από το Καλοκαίρι του '85. Εκεί που περιμέναμε πως ο Γάλλος σκηνοθέτης έχει ενδεχομένως στραφεί σε κοινωνική προβληματική, αποκτώντας ατζέντα μετά από χιτσκοκικά σλάλομ και υπαρξιακά υβρίδια, επανέρχεται σε μείξη ειδών και διαθέσεων, ρεαλισμού και φαντασίας, για να εμπλουτίσει τις δραματικές συνέπειες μιας απόλυτης έλξης.

 

Συνήθως ψυχρός σκηνοθέτης, αποστασιοποιημένος από τους χαρακτήρες των ταινιών του, ο Οζόν αγαπά εξίσου τον Αλέξ και τον Νταβίντ, επενδύει στις διαφορές της ψυχοσύνθεσής τους και τους περιβάλλει με πρόσωπα που παρακολουθούν τις κινήσεις τους και αντιλαμβάνονται τον ερωτισμό που τους αναστατώνει αμετάκλητα.

 

Ο πατέρας του Αλέξ διαθέτει ευαισθησία μεγαλύτερη απ’ ό,τι του επιτρέπει το περιορισμένο background του και η εργατική τάξη από την οποία προέρχεται, ενώ ο φιλόλογός του (ο Μελβίλ Πουπό, σχεδόν αγνώριστος) δείχνει αδιάκριτο, πιεστικό ενδιαφέρον για τη σχέση και τις σκέψεις του, με άξονα μια εργασία που οφείλει να παραδώσει. Η εβραϊκής καταγωγής μητέρα του Νταβίντ γίνεται ιδιοσυγκρασιακή φιγούρα στον τρόπο που η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι προσδίδει έκκεντρη ενσυναίσθηση στο παραχάιδεμα και την ακραία ανησυχία, ειδικά στην αντιπαραβολή με τον super cool γιο της. 

 

Κυρίως, ο Οζόν κατανοεί τους ρυθμούς της εφηβείας, τη σχιζοφρενική αλλαγή ταχύτητας από την πεποίθηση πως ο χρόνος φτάνει και περισσεύει μέχρι την έκρηξη ζωής και θανάτου, την ασθμαίνουσα αίσθηση του ζην επικινδύνως. Άλλωστε, τα απότομα περάσματα βολεύουν τη φουριόζα τακτική του να μη βολεύει τα στόρι του σε ευθείες γραμμές και σταθερή εξέλιξη.

 

Οι δυο πρωταγωνιστές του, ο Φελίξ Λεφέβμπρ και ο Μπενζαμέν Βουζέν υπηρετούν πολύ σωστά τις άκρες του νήματος και, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, μια ταινία του Φρανσουά Οζόν, πάντα μέσα στους σινεφίλ μηχανισμούς της, αναπνέει ελεύθερα.