Η κινηματογραφική μεταφορά δύο όχι τόσο γνωστών, αν και αξιοπρόσεκτων ιστοριών από τη σειρά των εικονογραφημένων παραμυθιών που έγραψε ο συγγραφέας και illustrator Μπέρναρντ Γουέιμπερ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με ήρωα έναν χαρισματικό κροκόδειλο και τους ανθρώπινους φίλους (και εχθρούς) του θα ήταν άλλη μια ευχάριστη σούπα, αν δεν σωνόταν από την καλή της την καρδιά και τη ζαβολιάρικη παρουσία του Χαβιέρ Μπαρδέμ στον ρόλο του Χέκτορ Βαλέντι, ενός ταχυδακτυλουργού που κανείς δεν θέλει πλέον, ώσπου βρίσκει το ταλαντούχο ερπετό εντελώς κατά τύχη, νομίζει ότι η καριέρα του έχει σωθεί, αλλά δεν υπολογίζει σωστά, καθώς ο Λάιλ τον απογοητεύει ακριβώς τη στιγμή που τον χρειάζεται.

 

Το πρόβλημα είναι πως ο αξιαγάπητος κροκόδειλος δεν μιλά, αλλά, με έναν μαγικό και ανεξήγητο τρόπο, τραγουδά σαν αηδόνι ή, για να ακριβολογούμε, σαν τον Σον Μέντες, ο οποίος δανείζει τη φωνή του, μόνο μπροστά σε ανθρώπους που γνωρίζει και εμπιστεύεται, ενώ μένει έντρομα σιωπηλός στη σκηνή. Κυνηγημένος από τα χρέη και τους δαίμονές του, ο Χέκτορ τον παρκάρει στο πατάρι ενός παραδοσιακού αρχοντικού στη Νέα Υόρκη, ώσπου τον βρίσκει ο γιος της οικογένειας που μετακομίζει εκεί, μερικά χρόνια αργότερα. Γίνονται φίλοι, οι γονείς του φρικάρουν, αλλά τον συνηθίζουν μόλις καταλάβουν πόσο φιλικός και χαριτωμένος μπορεί να γίνει, ωστόσο ο μισάνθρωπος γείτονας στο υπόγειο υποψιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά και παρακολουθεί στενά, για να επέμβει αρνητικά ‒ χώρια που και ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει πως το ζώο είναι άκακο.

 

Το σκηνοθετικό ντουέτο των Σπεκ και Γκόρντον (Blades of Glory) μπορεί να θυμίζει το «Glee» και το «Sing», αλλά δεν είναι τόσο μια τζουκμπόξ μουσική ταινία όσο ένα συγκρατημένο μιούζικαλ που μοιάζει παράγωγο της γενικότερης αίσθησης που αποπνέει και δεν απογειώνει το συναίσθημα στις καλοκουρδισμένες εκτελέσεις του Μέντες. Πρόκειται περισσότερο για μια επίδειξη ικανοτήτων παρά για μια πρωτότυπη ερμηνεία. Ποντάρει στην εύλογη ταύτιση του αγχωμένου έφηβου με τον ντροπαλό Λάιλ και βρίσκει τη σκοτεινή αντίστιξη στην παραμυθένια συνθήκη του στον πάντα κεφάτο, όποιον χαρακτήρα επιλέξει να υποδυθεί, όποια γλώσσα και να μιλά και σε όποια προφορά τον βολεύει περισσότερο Χαβιέ Μπαρδέμ.